Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

«Το μερίδιο του Θεού»

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου από το Booksjournal.gr

Στα Σφακιά

 Επειδή οι μνήμες υπάρχουν.... λες και ήταν χτες!!!


Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Στους Κομιτάδες, στις νότιες εσχατιές της Μεγαλονήσου.

 Εκείνο το πρωινό η στάση στους Κομιτάδες ήταν αναπόφευκτη. Ο μοναδικός δρόμος του μικρού χωριού απλωνόταν έρημος μπροστά μου∙ ψυχή δεν συνάντησα, κι όμως η παρουσία των ταλαιπωρημένων υπάρξεων του παρελθόντος έμοιαζε να πλανιέται ακόμη στην ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά της κρητικής γης και των βοτάνων με τύλιγε, λες και μ’ έσπρωχνε να βιώσω ξανά εκείνο το χαμένο παρόν. Τα παμπάλαια σπίτια, με τη σφραγίδα της κρητικής τεχνοτροπίας, καθήλωναν το βλέμμα∙ και η φαντασία, παίρνοντας φτερά, πετούσε στο χθες της λεβεντιάς και των μυστικών του τόπου.

Απορίες πολλές στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Κάθε μονοπάτι που διέκοπτε τη ματιά γινόταν αφορμή για μια μικρή έρευνα, μια ολιγόλεπτη αναζήτηση στο άγνωστο. Χαιρόμουν την παρουσία μου εκεί, σαν να είχα βρει για λίγο ένα καταφύγιο. Μα κοιτάζοντας με ακρίβεια τα απομεινάρια του παλιού οικισμού, ένιωσα να αναδύονται μέσα μου και οι προσωπικές μου εμμονές. Σκέφτηκα πως, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε είμαι ευτυχής που βρίσκομαι στους Κομιτάδες.
Ο φίλος μου ο Γιώργης θα με περίμενε στο Πατσιανό. Έτσι έπρεπε να βιαστώ. Πριν φύγω, ατένισα την εκκλησία του Αφέντη Χριστού—τι όνομα, αλήθεια!—κι έκανα το σταυρό μου. Δεήθηκα για λίγες στιγμές, για εκείνο που λαχταρούσε η ψυχή μου, και πήρα την πορεία προς τα ανατολικά του χωριού. Τα μέρη για στάσεις ήταν πολλά, και το καθένα φαινόταν ικανό να μου ψιθυρίσει μια απάντηση στις αναρίθμητες ερωτήσεις μου. Μα ο φίλος με περίμενε στη διασταύρωση και φυσικά δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία να προλάβω ανοιχτό το μοναστήρι κοντά στον Κουρταλιώτη ποταμό. Εκεί, είχα κι άλλα να ρωτήσω∙ κι ας ήξερα πως οι απαντήσεις που θα λάβαινα, ίσως να ήταν λίγες.
Στους Κομιτάδες το διάβα μου με είχε οδηγήσει σ΄ ένα μονοπάτι..........Το μονοπάτι άρχισε να στενεύει, κι ο ήλιος, ξεπροβάλλοντας μέσα από τις χαράδρες, έριχνε χρυσές αιχμές πάνω στις πέτρες. Η σιωπή του χωριού με ακολουθούσε, σαν ψίθυρος που δεν έβρισκε λέξεις. Ένα σπασμένο παραθύρι με κοίταξε σαν μάτι ξεχασμένο, γεμάτο ιστορίες που δεν ειπώθηκαν. Το βήμα μου βάραινε και συνάμα ελάφραινε, σαν να περπατούσα σε χώμα ιερό, που κρατούσε ακόμη τα ίχνη των παλιών λεβέντηδων.
Ένιωθα πως...........Μυρωδιά θυμαριού και ρίγανης με τυλίγει, σαν θυμίαμα αρχαίου ναού. Ο νους μου ταξιδεύει πίσω, σε μέρες φωτιάς και αίματος, τότε που τούτοι οι λόφοι έγιναν καταφύγιο και σταυροδρόμι μοίρας. Σκέφτομαι πως κάθε βράχος, κάθε κορμός ελιάς, κρύβει μέσα του μια μαρτυρία. Κι εγώ, ένας περαστικός και ταπεινός προσκυνητής, αναζητώ σε αυτά τα ερείπια τη σιωπηλή τους διδασκαλία.
Κι έτσι, προχωρώντας, ένιωσα πως δεν ήμουν πια μόνος. Οι σκιές των προγόνων βάδιζαν δίπλα μου, οι ψυχές εκείνων που κάποτε αγωνίστηκαν σ’ αυτά τα μέρη με συντρόφευαν αθέατα. Κάθε βήμα μου έμοιαζε προσευχή, κάθε αναπνοή μου υπόσχεση πως η μνήμη δεν θα σβήσει. Το φως του πρωινού άρχισε να πλημμυρίζει την κοιλάδα και μέσα μου φούντωνε η βεβαιότητα πως οι απαντήσεις που ζητούσα δεν βρίσκονταν στις λέξεις, αλλά στη σιωπή που με τύλιγε. Γιατί η αληθινή διδασκαλία του τόπου αυτού ήταν η λεβεντιά της σιωπής και η αθάνατη δύναμη της μνήμης.
Καθώς έφευγα από εκεί κι ανατέμνοντας το χρόνο, ναι το χρόνο, θυμήθηκα τους στίχους του Γκάτσου.....
Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθε αυγή ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη
Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί!!!!
Αντιθέσεις...


Ο δρόμος οδηγεί ανατολικά....

Κρητική τεχνοτροπία της πόρτας.

Ο δρόμος του χωριού.

Προβληματισμοί μου

Αριστερά ψηλά στο βουνό ο δρόμος
για την Ίμπρο.





Το τέλος του μαρτυρίου

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση του Άλκη  Γαλδαδά από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ.

Θέματα Πανελληνίων Εξετάσεων Σεπτεμβρίου 2025.

 Δείτε εδώ τα θέματα των Πανελληνίων Εξετάσεων περιόδου Σεπτεμβρίου 2025 στα Λατινικά, τη Χημεία και τη Πληροφορική.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Μαριάμ Μιρζακχανί: In memoriam

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση του Άλκη Γαλδαδά από ΤΟ ΒΗΜΑ που αναφέρεται στην Ιρανή μαθηματικό.

Τα σημερινά θέματα των Πανελληνίων Εξετάσεων

 Δείτε εδώ τα σημερινά θέματα των Πανελληνίων εξετάσεων στα οποία εξετάστηκαν οι ομογενείς μαθητές και όσοι μαθητές δεν μπόρεσαν να εξεταστούν τον Ιούνιο. Οι μαθητές εξετάστηκαν στα μαθήματα: Αρχαία Ελληνικά, Μαθηματικά και Βιολογία.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Φαροφύλακες

 Δείτε παρακάτω το ενδιαφέρον βίντεο για τους φάρους και τους φαροφύλακες της πατρίδας μας.


Τα σημερινά θέματα των Πανελληνίων Εξετάσεων

 Δείτε εδώ τα σημερινά θέματα των σημερινών Πανελληνίων Εξετάσεων για τους ομογενείς μαθητές και για όσους δεν μπόρεσαν να δώσουν τον Ιούνιο, στα μαθήματα: Αρχαία Ελληνικά, Μαθηματικά και Βιολογία.

Πως τα παιδιά κατακτούν τη γραφή.

 Διαβάστε εδώ την χρήσιμη για πολλούς ανάρτηση, στο ιστολόγιο του συναδέλφου Νίκου Τσούλια.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

Τα σημερινά θέματα των Πανελληνίων Εξετάσεων

 Δείτε εδώ τα σημερινά θέματα των Πανελληνίων Εξετάσεων στη Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία των ομογενών μαθητών αλλά και εκείνων που δεν εξετάστηκαν τον περασμένο Ιούνιο.

Το θρανίο Λόγου παιδείας

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση του π. Πανεπιστημιακού Σταμάτη Πορτελάνου.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Η λειτουργία των Νηπιαγωγείων

 Δείτε εδώ τι αναγράφεται για τη λειτουργία τους στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας.

Σκέψεις μου....

 Οι πιο πολλοί δεν αγαπάνε αυτά που έχουν,

γκρινιάζουνε πως τάχα δεν αρκούν.

Μα είν’ τα όνειρα γι’ αυτούς που ξέρουν να τα βλέπουν

και τα τραγούδια γι’ αυτούς που ξέρουν να τ’ ακούν!!!.

Ίσως να μην έχω συνειδητοποιήσει τη φλόγα που άναψε για να δημιουργήσω τούτη την ανάρτηση. Λέω ίσως...... Μπορεί να έφταιγε η ανάκληση της μνήμης από εκείνη τη.... στρατιωτική εντολή όπως μου την εξέφρασες......."Αυτό θα μείνει εδώ γιατί το θέλω εγώ!!!!".
Από την άλλη σκέφτηκα μια σύντομη ερμηνεία των τεσσάρων γραμμών που έγραψα πριν...... τους έδωσα λοιπόν μια δική μου "ερμηνεία"........ Μου είπα...λοιπόν "Στην καθημερινότητά μας, κάθε στιγμή μπορεί να είναι τραγούδι, κάθε βήμα ένα όνειρο. Μα για να το δούμε, πρέπει να πάψουμε να μετράμε τις σκιές μας και να υψώσουμε το βλέμμα στον ήλιο. Γιατί η ζωή δεν χαρίζεται σε εκείνους που ζητούν, αλλά σε εκείνους που ξέρουν να αναγνωρίζουν."
Αναρτώ τρεις φωτό από την επίσκεψη στα Δελιανά. Γιατί εκεί είδα τη φύση και την ιστορία να μου αποκαλύπτονται. Και αναγνώρισα την αδιαμφισβήτητη παρουσία τους.

Απέναντι απ τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο.

Το καμπαναριό της εκκλησίας.

Η είσοδος στο φαράγγι των Δελιανών.


Στο προαύλιο του παλιού Γυμνασίου Αρρένων Δράμας.

 Αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου αλλά και του Γερ. Κλ. μα και στο διάβα τους στη Γερμανοκρατούμενη Κρήτη τον Ιούνιο του 1941.


Στη γειτονιά της Μανάρας.

 Η μουσική αντηχούσε στο δωμάτιο κι εγώ, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ξανά στη γειτονιά της Μανάρας∙ εκεί όπου μεγάλωσα. Τα βράδια μου τότε είχαν ένα τελετουργικό: έμενα με το βλέμμα καρφωμένο στον αεροδιάδρομο της πόλης. Κάθε φως που αναδυόταν στον ουρανό, κάθε σκιερή κίνηση στον ορίζοντα, ήταν για μένα σημάδι∙ μήπως έφτανε ένα αεροπλάνο από την Αθήνα.

Στο βάθος, η θάλασσα κρατούσε τον δικό της ρυθμό. Τα πλοία, σχεδόν αθόρυβα, τραβούσαν νότια, και στο νου μου αντηχούσαν οι διηγήσεις του καπετάν-Αντρίκου για μακρινούς προορισμούς και θάλασσες αλλιώτικες. Εκείνος μιλούσε με λόγια απλά, μα πίσω τους κρυβόταν μια σοφία που τότε δεν καταλάβαινα.
Κάτω από το μπαλκόνι, στο ισόγειο της πολυκατοικίας, τα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Οι φωνές τους έσπαγαν τη σιωπή της νύχτας, θυμίζοντάς μου την ελευθερία της ηλικίας τους. Ο φάρος, λίγο πιο πέρα, έστελνε το φως του κυκλικά, κι εγώ παραδινόμουν κάθε φορά στη μαγεία του. Η δέσμη του γινόταν σαν δρόμος μυστικός, που άνοιγε μπροστά μου, έτοιμος να με ταξιδέψει όπου τόλμαγε η ψυχή μου.
Κι όμως, όσο κι αν η νέα μου ζωή είχε τη δική της γοητεία, ο νους μου γύριζε πάντα πίσω, στην πατρίδα. Γιατί πατρίδα δεν είναι τόπος∙ είναι πληγή και βάλσαμο μαζί, κι είναι πάντα μία.
Ξαφνικά, ο ουρανός σκίστηκε από τον ήχο ενός αεροπλάνου. Οι προβολείς του φώτισαν την πόλη και για μια στιγμή η Μανάρα έλαμψε σαν γιορτινή. Οι τουρμπίνες βούιζαν δυνατά, αναστατώνοντας τη σιωπή της νύχτας. Σάστισα∙ κι όμως δεν τρόμαξα. Οι θόρυβοι του πολέμου είχαν χαράξει ήδη την ψυχή μου. Ήμουν μαθημένος.
Κι εκεί, μέσα σε εκείνον τον βόμβο και τα φώτα, η μνήμη και η πραγματικότητα ενώθηκαν. Για μια στιγμή, ένιωσα πως κρατούσα στα χέρια μου τον κόσμο όλο: τη γειτονιά, τα παιδικά παιχνίδια, τον καπετάνιο, τον φάρο, την πατρίδα. Και ήξερα πως τίποτα απ’ αυτά δεν χανόταν – μονάχα άλλαζε μορφή και με συνόδευε στον δρόμο μου.

Επιστροφή στα «ηλεκτρονικά» θρανία

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση του Άλκη Γαλδαδά στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ.

«Το μερίδιο του Θεού»

 Διαβάστε εδώ μιαν εξαιρετική ανάρτηση από τον ιστότοπο booksjournal.gr.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Στο οροπέδιο της Κράπης, στο δρόμο για τα Σφακιά.

 Δείτε το βίντεο για την τοποθεσία αυτή.

Εκεί που η Ιστορία έχει αφήσει τα δικά της ανεξίτηλα ίχνη.


Αποστρατεία ζωής και ονείρων.......

 Διάβασα στις σελίδες του ημερολογίου ενός Συνταγματάρχη, νυν ε.α.

"Δεν έχω πια που να κλάψω… Η πορεία μου στον Στρατό στάθηκε ασύμβατη με εκείνη των πολλών χαμηλαιόντων. Είναι τόσο δύσκολο να αντέχεις τις αλχημείες των απρόσμενων μεταβολών του δευτερολέπτου, να βλέπεις πώς κάποιοι ποδοπατούν τα όνειρά σου. Ζω καθημερινά την τραγικότητα των ασύστολων ψεμάτων, που ξεπηδούν σε αλλοπρόσαλλες συχνότητες συμπεριφοράς.

Γι’ αυτό πολεμήσαμε, ρωτούσα πάντα στον εαυτό μου, κλεισμένος στο μελετητήριό μου. Εκεί αφήνω ελεύθερα τα δάκρυά μου, καθώς αισθάνομαι την ελπίδα να απομακρύνεται. Μωρέ τζάμπα διαβήκαμε τα φαράγγια και τα βουνά της Ελλάδας, μονολογώ… για εκείνους τους πολλούς που δεν κατάλαβαν ποτέ.

Κάθε νύχτα ξυπνώ με τον ίδιο κόμπο στο στήθος· σαν να με πλακώνουν οι σκιές μιας κοινωνίας που λησμόνησε τους όρκους της. Αναρωτιέμαι αν οι θυσίες μας γράφτηκαν μόνο σε πέτρινες πλάκες μνήμης, δίχως να ριζώσουν στις ψυχές των ανθρώπων. Το αίμα που χύθηκε για την πατρίδα μοιάζει τώρα με ξεραμένο μελάνι πάνω σε χαρτί αδιάβαστο.

Οι αξίες που στήριξαν τη ζωή μου θρυμματίζονται καθημερινά μπροστά στην απληστία και την ιδιοτέλεια. Βλέπω γύρω μου πρόσωπα αδιάφορα, βλέμματα κουρασμένα, σαν να μην αξίζει πια η μνήμη των ηρώων. Νιώθω προδομένος, όχι από τους ξένους εχθρούς, μα από κάποιους δικούς μας που ξεπούλησαν τα ιδανικά για λίγη πρόσκαιρη ασφάλεια.

Το πνεύμα του στρατιώτη μέσα μου φωνάζει, μα η κοινωνία σιωπά· κωφή στις κραυγές μου. Ξέρω πως η αλήθεια δεν βολεύει, κι όμως δεν αντέχω να βλέπω το ψέμα να στήνει πανηγύρια στις πλατείες. Η μοναξιά είναι το τελευταίο μου όπλο· το μελανοδοχείο η πιο πιστή μου συντροφιά.

Κάθε σελίδα που γεμίζω είναι κι ένας κρυφός λυγμός, ένα ματωμένο παράπονο. Δεν ζήτησα δόξες ούτε παράσημα· μόνο να μείνει ζωντανή η μνήμη της θυσίας. Μα όσο περνούν τα χρόνια, η σιωπή βαραίνει σαν πέτρα. Σαν να πολέμησα για μια πατρίδα που άλλαξε πρόσωπο και δεν με αναγνωρίζει.

Κι εγώ, μόνος, μετρώ τις πληγές μου, την ώρα που έξω ο κόσμος χορεύει στους ρυθμούς μιας ψεύτικης ευδαιμονίας. Μέσα μου ξέρω: ο αγώνας μας ήταν αληθινός και κάνοντας χρήση των νόμων του de Morgan στη συνολοθεωρία τολμώ να ισχυριστώ ότι...... το ψέμα είναι όλο το άλλο γύρω μου...........

                                 Δημήτριος Σφακιανός

                                 Συνταγματάρχης ε.α.


Μια στάση στη Παναγιά τη Θυμιανή.

 Μια στάση στη Παναγιά τη Θυμιανή.....

Εκείνο το πρωί ξεκινήσαμε με σκοπό ιερό. Πρώτος μας προορισμός η Παναγιά η Θυμιανή, καθισμένη κάτω απ το δρόμο, σιωπηλή φρουρός στα νότια άκρα της Κρήτης, εκεί όπου η πέτρα δένει με τη μνήμη κι ο άνεμος με τη λεβεντιά. Από κάτω, ορίζοντας απέραντος: το Λιβυκό πέλαγος λαμποκοπούσε σαν λιωμένο ασήμι κάτω από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Ό,τι κι αν βαστούσε κανείς μέσα του, το τοπίο το μετουσίωνε – σε σιωπή, σε ανατριχίλα, σε προσευχή.

Πλάι στο περιφραγμένο κοιμητήριο των Κομιτάδων, οι αγριελιές, τα κυπαρίσσια, τα σχοίνα, ακόμα και τα χαμηλά θάμνα που φύτρωναν πεισματικά ανάμεσα στις πέτρες, έμοιαζαν να μιλούν με τις ψυχές των γενναίων. Ήταν όλα τους μέρος της ίδιας ανάμνησης, της ίδιας καταγωγής: Κρήτη λεύτερη, περήφανη, αιμάτινη.

Πίσω από τη μικρή, ιστορική εκκλησία –εκείνη που κάποτε ίσως ευλόγησε όρκους και επαναστάσεις– βρισκόταν το τελευταίο ενδιαίτημα του Στρατή. Σταθήκαμε. Δε μιλούσαμε. Στη  φωτογραφία του ακουμπούσε το βλέμμα μας σαν χάδι: το χαμόγελο αγνό και πηγαίο, τα στιβάνια γυαλισμένα απ’ τη λεβεντιά του, το βλέμμα του καθάριο – λες και κοίταζε μακριά, πέρα από τη ζωή. Ήταν όμορφος ο Στρατής… Όχι μονάχα γιατί η νιότη τον στόλιζε, μα γιατί η ψυχή του φαινόταν μέσα από τα μάτια του. Ήταν από ’κείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν για να φωτίζουν, μα  μια σκληρή, άκαιρη μοίρα τού 'σβησε τη φλόγα της ζωής. Άδικα. Νωρίς. Ο Στρατής όμως ζει – στο χαμόγελό του, στο μνημόσυνο των βλεμμάτων μας, στις αφανέρωτες σκέψεις της Μαρίας.

Η Μαρία... στάθηκε κι εκείνη δίπλα μου, βουβή, μα τα μάτια της μιλούσαν. Της είπα πολλά, πάρα πολλά…….. – λόγια μπερδεμένα από τη συγκίνησή μου. Άτακτα, ασύντακτα, αδύναμα ίσως. Γιατί μπροστά σ’ αυτό το τοπίο, μπροστά στη μορφή του Στρατή, και κυρίως μπροστά στη μνήμη του πατέρα μου, ένιωθα μικρός. Σα να με διαπερνούσε το παρελθόν του, σα να στάθηκε για λίγο δίπλα μας και να μας χάιδεψε με βλέμμα αυστηρό αλλά γλυκό.

Κι ήταν τότε που ακούμπησα στο φράχτη των κυπαρισσιών κι άκουσα ψιθύρους… Όχι του ανέμου. Ήταν οι ψυχές. Η ψυχή του πατέρα μου. Του φίλου του, του συμπολεμιστή του απ’ τη Δράμα μα και των άλλων. Ήταν και η ψυχή του Στρατή, που μ’ έναν τρόπο, σαν να στεκόταν πιο ψηλά από τους σταυρούς, μαρτυρούσε ότι η λεβεντιά δεν πεθαίνει. Μονάχα αλλάζει μορφή.

Οι κορυφές των Λευκών Ορέων εκείνη την ώρα ασπρίζανε αχνά στο βάθος. Ο αέρας, κατερχόμενος από τις κορυφογραμμές, ερχόταν και ανακάτευε τις σκιές των δέντρων, τις σκέψεις μας, το δάκρυ που δεν μπορούσε να κυλήσει…... Στάθηκα για λίγο κι αναρωτήθηκα: πού αρχίζει και πού τελειώνει η λεβεντιά αυτών των τόπων; Πώς μπορεί η Κρήτη να γεννά ακόμα τέτοιες ψυχές, όπως αυτές που σήκωσαν την τιμή της Ελλάδας, όπως ο Δασκαλογιάννης, όπως ο κάθε ανώνυμος που πήρε τ’ άρματα για την πατρίδα και για την τιμή;

Κι ήξερα: δεν ήμασταν τυχαία εκεί. Δεν ήταν μια απλή επίσκεψη. Ήταν χρέος. Ήταν προσκύνημα. Ήταν ένας στόχος που είχαμε βάλει: να φτάσουμε εκεί, στα ριζά των Λευκών Ορέων, και να προσευχηθούμε. Για τη μνήμη. Για την ιστορία. Για τους δικούς μας και για όλους. Για τα δυο παλικάρια που κοιμούνται για πάντα στον Αστράτηγο. Για τον πατέρα μου, που στάθηκε λεβέντης όταν  κάποιοι  λύγιζαν. Το οφείλαμε σε αυτούς, το οφείλαμε και στον εαυτό μας.

Και η Μαρία… Εκεί, στην ησυχία, ένιωσα πως μέσα της γεννιόταν κάτι. Μια επανάσταση. Όχι με τουφέκια και λάβαρα, μα μια επανάσταση βαθιά, προσωπική – της ψυχής. Μια σιωπηλή επανάσταση. Η δική της ήταν.

Δεν μιλούσαμε. Ήμασταν πλήρεις. Κι όμως η σιωπή μάς βάραινε – όχι με πόνο, αλλά με εκείνη την παράξενη γαλήνη που έχει το δάκρυ πριν κυλήσει. Η νότια Κρήτη μας είχε ανοίξει την αγκαλιά της. Η πέτρα, η γη, η θάλασσα, οι άνθρωποι, όλα έμοιαζαν να μας λένε: εδώ να σταθείτε λίγο ακόμα· εδώ που η ψυχή δε χάνεται, μόνο αλλάζει πρόσωπο και γίνεται μνημοσύνη.

Κοίταξα το ρολόι μου, μα η ώρα δεν είχε σημασία. Μόνο το βλέμμα της Μαρίας είχε. Και το βλέμμα του πατέρα μου, που ένιωθα πως ακόμα μας παρακολουθούσε, περήφανος. Ίσως συγκινημένος……..

Έπρεπε να συνεχίσουμε. Ο καλός μας φίλος  μας περίμενε στο Πατσιανό. Αναρωτήθηκα αν μπορούσαμε να αντέξουμε άλλη συγκίνηση, άλλη φόρτιση. Έβαλα το κλειδί στη μηχανή του αυτοκινήτου. Έμεινα για λίγο ακίνητος. Πριν στρίψω το κλειδί, άφησα τη ματιά μου να πλανηθεί για μια τελευταία φορά στο κοιμητήριο των Κομιτάδων.

"Σας θυμόμαστε", ψιθύρισα. "Και θα σας θυμόμαστε όσο ανασαίνουμε.Όλους σας. "

Κι ύστερα, με μια βαθιά ανάσα, ξεκινήσαμε πάλι. Κάποιες υγρές εκκρίσεις των ματιών αδυνατούσαν να κυλήσουν στα μάγουλα. Μάλλον από μια εύλογη συγκίνηση……..

Η Παναγιά η Θυμιανή και το Κοιμητήριο των Κομιτάδων.

Στο μνήμα του Στρατή.

Αχ βρε Στρατή.

Στο τελευταίο ενδιαίτημά του και πάλι.

Το ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Αγ. Ευστράτιο.

Δίπλα απ την ιστορική έξοδο του φαραγγιού της Ίμπρου.
"Έβλεπα" τη ψυχή του πατέρα μου να βρίσκεται εκεί.....


Η γεωμετρία των χρωμάτων

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση από την ομάδα ΘΑΛΗΣ και ΦΙΛΟΙ.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Mια μαντινάδα

 Με αφορμή μια κουβεντούλα......... αντιγράφω εδώ μια μαντινάδα που μου άρεσε πολύ....

“Την ξένη γνώµη να γροικάς, και τη δική σου κράτει......
Κι εκείνη απου σ΄ωφελεί, µε κείνη περιπάτει”

Φανταστική συνέντευξη: Gustav Lejeune Dirichlet

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση  από το ιστολόγιο του συναδέλφου Μαθηματικού Θανάση Δρούγα

Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Κρήτη "Παρέα με την Αριστέα" Άη Γιάννης Σφακιά!

 Δείτε παρακάτω το ενδιαφέρον βίντεο από το ορεινό χωριό των Σφακίων.


Πόρτο-Ρίκο...

 Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη

στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι

γιατί όλη την ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη.

Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε
στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου:
Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας
πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του.

Ακούστε το βίντεο με τον Βασ. Παπ.


Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

«Ουλές» του 1944 στους τοίχους των Εξαρχείων

 Διαβάστε εδώ την ανάρτηση του Σπύρου Βλαχόπουλου από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.

Αυτοί που αγαπούν να βλέπουν τα τρένα να περνούν

 Διαβάστε εδώ το δημοσίευμα του Δημήτρη Ρηγόπουλου από την εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ".

Η διάβαση της Σχολής Ευελπίδων από το φαράγγι της Ίμπρου ( Μάης 1941).


Μάης του 1941. Στα άγρια βράχια της νότιας Κρήτης, εκεί όπου ο άνεμος γδέρνει την πέτρα και το φως λειαίνει τα πάντα, αντήχησαν βήματα νέων που δεν πρόλαβαν να γίνουν ακόμη άνδρες του πολέμου, μα κουβαλούσαν ήδη στις πλάτες τους την Ελλάδα. Ήταν οι Ευέλπιδες, τα παιδιά της Στρατιωτικής Σχολής, που είχαν αφήσει πίσω τους την κατεστραμμένη πατρίδα και αναζητούσαν στο νησί μιαν ύστατη γραμμή άμυνας.
Το φαράγγι της Ίμβρου άνοιγε μπροστά τους σαν σιωπηλή δοκιμασία. Στενό, απόκρημνο, γεμάτο σκιές και απρόσιτους όγκους, ήταν η πύλη που έπρεπε να διαβούν. Ο δρόμος δεν ήταν μονάχα πέτρινος· ήταν δρόμος ιστορίας και ευθύνης. Με τα σακίδια να βαραίνουν και τα όπλα να τους πληγώνουν τους ώμους, προχωρούσαν σκυφτοί, χωρίς λόγια, μόνο με τον ήχο της ανάσας τους να αντιλαλεί στις χαράδρες.
Στον ουρανό, τα γερμανικά αεροπλάνα συνέχιζαν το ανελέητο τους κυνήγι. Κάθε βουητό στις κορυφές πάγωνε την καρδιά. Κι όμως, κανείς δεν σταματούσε. Το βλέμμα ήταν καρφωμένο μπροστά, στο τέλος του φαραγγιού που έφερνε στη Χώρα των Σφακίων, εκεί όπου περίμενε η θάλασσα, η πιθανότητα διαφυγής, αλλά και η αβεβαιότητα.
Οι χωρικοί της Ίμβρου και των γύρω χωριών, βουβοί μάρτυρες, τους κοιτούσαν με θαυμασμό. Έβλεπαν στα πρόσωπα των Ευελπίδων όχι παιδιά μα αγέρωχους πολεμιστές. Άλλοι τους πρόσφεραν νερό, άλλοι κομμάτι ψωμί· κι εκείνοι, με ένα χαμόγελο κουρασμένο, δέχονταν ταπεινά τη φιλοξενία, σαν να ήξεραν πως η μοίρα τους ήταν αβέβαιη.
Η πορεία μέσα στο φαράγγι κράτησε ώρες. Η γη ανηφόριζε, ο ήλιος έκαιγε, οι πέτρες έγδαραν τα παπούτσια. Κι όμως, κάθε βήμα ήταν σαν όρκος. «Δεν θα λυγίσουμε», ψιθύριζαν μέσα τους. Η Σχολή Ευελπίδων, σύμβολο της συνέχειας του Έθνους, έπρεπε να σταθεί όρθια, ακόμη κι αν το σώμα κατέρρεε.
Στο τέλος της διάβασης, όταν το φαράγγι άνοιξε και ο ορίζοντας γέμισε από το φως του Λιβυκού πελάγους, η κούραση έσβησε. Ένα αίσθημα λύτρωσης τύλιξε τους νέους. Δεν είχαν φτάσει ακόμη στην ελευθερία, μα είχαν νικήσει την ίδια τους την αδυναμία. Το φαράγγι της Ίμβρου έγινε το μυστικό τους μνημείο· εκεί όπου η αντοχή, η πίστη και η νεότητα συνάντησαν την αιωνιότητα.
Έτσι κύλησε ο Μάης εκείνος, με τον ήχο των βημάτων τους να μένει χαραγμένος στις πέτρες. Και το φαράγγι, κάθε φορά που φυσά ο άνεμος, μοιάζει ακόμη να ψιθυρίζει τα ονόματά τους.
Κι όταν οι πρώτες πέτρες άφησαν τη θέση τους στα χώματα του κάμπου, φάνηκε μπροστά τους το χωριό Κομιτάδες, σκαρφαλωμένο στον λόφο, με τα ασπρισμένα του σπίτια να λάμπουν κάτω από τον ήλιο. Οι καμπύλες της γης άνοιγαν σαν αγκαλιά, και η σιωπή του τοπίου έμοιαζε με ανάσα θεϊκή που υποδεχόταν τους κουρασμένους οδοιπόρους.
Τα μάτια τους αντίκρισαν γυναίκες να βγαίνουν δειλά από τις αυλές, παιδιά να τρέχουν με περιέργεια στα στενά, γέροντες να σταυροκοπιούνται βλέποντας το παράξενο πλήθος των Ευελπίδων. Στιγμές μιας απλής ζωής, που συνέχιζε πεισματικά ακόμη και μέσα στην Κατοχή, έγιναν για τους νέους στρατιώτες εικόνες ανεκτίμητες, σαν όνειρο που έφερνε ελπίδα.
Ο αέρας μύριζε θυμάρι και ψωμί φρεσκοψημένο, κι η θέα προς το απέραντο πέλαγος έδινε στο βλέμμα τους βάθος και παρηγοριά. Στους Κομιτάδες, για λίγο, ένιωσαν πως υπήρχε ακόμη Ελλάδα ζωντανή, αυθεντική, που άντεχε να ανασαίνει κάτω από τον ζυγό. Και αυτή η αίσθηση έγινε για όλους φυλαχτό και υπόσχεση, πως ό,τι κι αν ακολουθούσε, η πατρίδα δεν θα χανόταν.

Το παραπάνω κείμενο είναι  αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου και των συμμαθητών-συμμαχητών του Α/ετών Ευελπίδων που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης. Οι επισυναπτόμενες φωτό που τράβηξα πριν δυο μήνες περίπου, είναι από την έξοδο του φαραγγιού της Ιμπρου το οποίο διάβηκαν οι Ευέλπιδες μετά από εντολή των Βρετανών αξιωματικών με σκοπό να προφυλαχθούν από τα αεροπλάνα της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Σημειωτέον ότι εκεί έφτασαν γύρω στους 200 ή και λιγότεροι Ευέλπιδες, αφοή η Σχολή είχε διαλυθεί με προφορική εντολή του Διοικητή της στο οροπέδιο της Κράπης( ανήκει στην ευρύτερη περιοχή του Ασκύφου).

Απέναντι από το κόκκινο αυτοκίνητο η έξοδος του φαραγγιού.

Εδώ διακρίνεται η έξοδος του φαραγγιού.

Σπηλιές που χρησίμευσαν για ξεκούραση των Ελλήνων αλλά και των συμμαχικών στρατευμάτων. Ο δρόμος ψηλά, κάτω από τη κορυφογραμμή ενώνει τη Χώρα Σφακίων, με την Ίμπρο, τ΄Ασκύφου, τη Κράπη, τις Βρύσες και άλλα χωριά του Αποκόρωνα και φτάνει στα Χανιά.






Ο δρόμος αριστερά περνάει από Πατσιανό, Καψοδάσος, Αργουλέ, Ροδάκινο και φτάνει ίσαμε τα δυο μοναστήρια του Πρέβελη.