Εκείνο το απόγευμα την είχα επισκεφθεί στο μικρό, απομακρυσμένο χωριό, εκεί στα σύνορα του χρόνου, της πατρίδας και ίσως μιας λησμονιάς........
Ο δρόμος ανηφόριζε ήσυχα, σαν να ήξερε πως με οδηγούσε σ’ έναν άνθρωπο που δεν είχε πάψει ποτέ να σκορπίζει φως.
Ήταν — κι εξακολουθεί να είναι — ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν λυγίζουν, μονάχα λυγίζουν την καρδιά σου με την καλοσύνη τους.
Τη θεωρούσα πάντα σαν δεύτερη μάνα μου.
Η ζωή της ολόκληρη, μια αδιάκοπη προσφορά· μια πηγή που δεν στέρεψε ποτέ.
Προς τα παιδιά της, τους συγχωριανούς και τις συγχωριανές της, μα και σε κάθε περαστικό που χρειαζόταν μια λέξη ή ένα βλέμμα ανθρωπιάς.
Είχε πάντα κάτι να δίνει — κι αν δεν της το ζητούσες, το καταλάβαινε πριν το προφέρεις.
Η ζωή μπορεί να τη χαστούκιζε ανελέητα, εκείνη όμως αντιγύριζε το χτύπημα με ένα χαμόγελο.
Ένα χαμόγελο καθαρό, σαν νερό που τρέχει απ’ την πηγή∙ σαν συγχώρεση.
Κι εγώ… όταν έφυγα απ’ το χωριό, ένιωσα πως στερήθηκα κάτι απ’ το φως του κόσμου.
Το πηγαίο χαμόγελό της, τη βαθιά της καλοσύνη, εκείνη τη σπάνια γενναιοδωρία που δεν ζητά τίποτα πίσω.
Ανυπομονώ να ξαναβρεθώ κι όχι μόνος, εκεί.
Να περπατήσω στα ίδια σοκάκια, να σταθώ μπροστά της, να γευτώ ξανά την απλότητα και την καθαρότητα της ψυχής της.
Και τότε, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, θα μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Μπάμπη Στόκα που τόσο αγαπώ:
«Όταν γυρνάω μέσα στην πόλη
Και σε ψάχνω
Πάντα τα δάκρυά μου
Βρίσκονται πιο πέρα…»