Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Σύντομο Πασχαλιάτικο διήγημα...

Συνέχεια από χτες....

-Άνοιξε μάνα. ήρθα κι ας μη με περίμενες...αποκρίθηκα.
Το κλειδί στη κλειδωμένη, για λόγους ασφαλείας πόρτα, γύρισε πολύ γρήγορα...  Η λάχτάρα της μάνας να αγκαλιάσει το παιδί της που είχε να δει ένα χρόνο σχεδόν, φαίνονταν κι από εκεί...
-Αγόρι μου, καλώς ήρθες....Τι χαρά μεγάλη είναι αυτή που μας ήρθες νωρίτερα. Σε περίμενα Δευτέρα με την Ολυμπιακή αλλά τούτη εδώ η έκπληξη είναι πολύ όμορφη. Ελα, πάμε μέσα...
Κάτσαμε στη κουζίνα με τη μεγάλη τζαμαρία και σε λίγο μια λάμψη...
-Γιέ μου είδες το φως; Το θυμάσαι; Είναι απ΄το φάρο; Θυμάσαι που καθόσουν ατέλειωτες στιγμές και τον έβλεπες;Θυμάσαι τα βράδια που έκανες σινιάλο στα πλοία της ΕΛΜΕΣ όταν έφευγαν για Πειραιά;
-Τι λες βρε μάνα; Ξεχνιούνται αυτά; Ένα κομμάτι της ψυχής μου άφησα εδώ. Θυμάμαι τα πάντα. Ξέρεις έβλεπα το κάτοπτρο του φάρου που γύριζε και έκανα όνειρα...Έκανα πολλά όνειρα μάνα...Και θέλω να γίνουν πραγματικότητα...
-Στο εύχομαι ολόψυχα παιδί μου...
-Μα για πες μου που είναι ο πατέρας; Τι κάνετε; Πως τα περνάτε; Επιστρέφετε τον Αύγουστο πίσω;
-Κι ο μπαμπάς σου καλά είναι παιδί μου. Έχει πεταχτεί σε ένα φίλο του για ένα καφέ. Μα δε θα αργήσει νάρθει. Τώρα είναι καλά κι εκείνος κι εγώ...
Το ύφος της φανέρωνε πως είχαν περάσει κάτι. Ίσως απλές δύσκολες στιγμές, ίσως κάτι άλλο, μα το ύφος πρόδιδε κάποια μπόρα....
-Τι έγινε βρε μάνα. Θέλω να μου πεις.
-Αστα παιδί μου, καλύτερα να μη στα πω. Καλύτερα να μη τα θυμάμαι κι εγώ. Δε θέλω να τα θυμάμαι.
-Με τρομάζεις..Τι έγινε; Πες μου.
-Αγόρι μου είχα ταχτεί στη Παναγιά τη Θεοσκέπαστη... Περάσαμε μεγάλη μπόρα...Μας κατηγόρησαν πως καταφερόμαστε ενάντια στο καθεστώς...Και το καθεστώς δεν αστειεύται, ξέρεις...Και οι κατηγορίες ήταν μεγάλες...Φοβηθήκαμε πολύ. Είμαστε έτοιμοι για πολλές ανατροπές στη ζωή μας. Κι ίσως τώρα να μην είμαστε εδώ αλλά κάπου πολύ μακριά...
Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε...
-Ποιός μωρέ μάνα ήταν ο σπιούνος;
-Ο κοντός του γραφείου, αυτός είναι μεγάλος χαφιές παιδί μου. Εκβίαζε να πάει ταξίδια, εκβίαζε να μπεί σε καταστάσεις πληρωμής ενώ δεν εδικαιούτο...Εκβίαζε, εκβίαζε, εκβίαζε....
-Κι εσείς; Κι ο πατέρας τι έκανε;
-Ο πατέρας σου τηλεφώνησε πάνω και του είπαν πως ως κι έκτακτο στρατοδικείο μπορεί να περνούσε....Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα...
- Και τι απέγινε μάνα;
-Γιέ μου ολημερίς προσευχόμουν στη Θεοσκέπαστη. Έφερνα στο νου μου την εικόνα της , όταν την επισκεπτόμουν στο νησί. Κι έλεγα πως η Παναγιά δε θα μας αφήσει. Δε θα αφήσει να επιπλεύσει η λάσπη...
-Και τι έγινε τελικά;
-Μετά από ένα μήνα αγωνίας και πίκρας τα πράγματα φαίνεται να ηρέμησαν. Φαίνεται να επανήλθε η γαλήνη. Φυσικά δε σας είπαμε τίποτα. Τι να σας πούμε; Αφού αν τα πράγματα έπαιρναν άλλη μορφή, δε θα είχατε χρήματα να διαβιώσετε στην Αθήνα...Καταλαβαίνεις...Γι αυτό αύριο-μεθαύριο , καθώς αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα και πηγαίνουμε στον Αη Γιώργη, να κάνεις μια προσευχή καθημερινά εκεί για τους γονείς σου.
-Μόνο μια θα κάνω; Πολλές θα κάνω, είπα και την αγκάλιασα, φιλώντας τη με αγάπη ανυπόκριτη και χαιδεύοντας τη στα μαλλιά της. Σ΄αγαπώ πολύ μάνα, σας αγαπώ πολύ και τους δυό σας. Μη φοβάστε.....
Η Μεγάλη Εβδομάδα που ακολούθησε, η Ανάσταση και το Πάσχα που ήρθαν  ήταν πραγματικά διαφορετικές από άλλες φορές...Το χαμόγελο είχε επανέλθει και στη μάνα και στο πατέρα μιας και τα πράγματα είχαν επανέλθει στη θέση τους μα και χαίρονταν από τη δική μου παρουσία κοντά τους.
Και στη λήξη εκείνης της Αναστάσιμης Λειτουργίας , ενώ είχε σημάνει η Ανατολή, ο πατέρας με αγκάλιασε, με φίλησε συγκινημένος και μου ψιθύρισε στ αυτί...
-Χριστός Ανέστη γιέ μου, είπε και δε μπόρεσε να συγκρατήσει λίγα δάκρυα.
-Αληθώς Ανέστη πατέρα. Όντως Ανέστη ο Κύριος, πρόσθεσα...καθώς το μπλέ MERCENTES με αριθμό 130/3 ξεκινούσε από τη πλατεία του Κοινοβουλίου προς τη γειτονιά του ασπρόμαυρου φάρου της πόλης....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου