Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Για τη δυσλεξία

Γιουλίνα Κοκκαλιά και Αριστοτέλης Σκαμάγκης: Δευτεροβάθμια εκπαίδευση για όλους – Η περίπτωση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών (δυσλεξία)



Γιουλίνα Κοκκαλιά και Αριστοτέλης Σκαμάγκης"

Το ντιζάιν έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε. Με βάση αυτό το σκεπτικό, το κείμενό μας υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός των εκπαιδευτικών υπηρεσιών μπορεί να βελτιώσει την εκπαιδευτική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφουμε τη μελέτη μας για τα φροντιστήρια και την ένταξη παιδιών με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες. Καθώς τώρα βρισκόμαστε στην πρώτη φάση της σχεδιαστικής διαδικασίας, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε κάποιες προδιαγραφές για το σχεδιασμό μιας τάξης φιλικής προς τη δυσλεξία.



Εισαγωγή στις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία)


Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της δυσλεξίας που χρησιμοποιούνται σήμερα από επαγγελματίες και από εκπαιδευτικούς φορείς. Αν και αυτοί οι ορισμοί έχουν κάποιες ομοιότητες, η προσπάθεια γονέων και δασκάλων να κατανοήσουν την ποικιλία αυτών των ορισμών μπορεί να τους προκαλέσει σύγχυση. (Reid, 2003) Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης, θεωρούμε πάντως χρήσιμο τον περιγραφικό ορισμό της Βρετανικης Ένωσης Δυσλεξίας (British Dyslexia Association): «Δυσλεξία είναι ένας συνδυασμός ικανοτήτων και δυσκολιών που επηρεάζουν τουλάχιστο μία από τις μαθησιακές διαδικασίες: της ανάγνωσης, του συλλαβισμού και της γραφής. Συμπληρωματική αδυναμία μπορεί να εντοπιστεί στην ταχύτητα της επεξεργασίας, στη βραχεία μνήμη, στις (αριθμητικές) ακολουθίες, στην ακουστική και/ή στην οπτική αντίληψη, στον προφορικό λόγο και στις κινητικές δεξιότητες. Είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με τον έλεγχο και τη χρήση του γραπτού λόγου, που μπορεί να περιλαμβάνει την αλφαβητική, αριθμητική και μουσική σημειογραφία. (Peer, 2001)


Σύμφωνα με τον Πόρποδα (1990), υπολογίζεται ότι 3-5 μαθητές σε κάθε τάξη αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της δυσλεξίας. Οι στατιστικές δείχνουν ότι η δυσλεξία επηρεάζει σχεδόν 4% του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού. Επιπλέον, οι μελέτες υποστηρίζουν την άποψη ότι τα αγόρια αντιμετωπίζουν δυσλεξία τέσσερις φορές πιο συχνά από τα κορίτσια.


Από την άλλη πλευρά, τις τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση του προβλήματος της δυσλεξίας στα ελληνικά σχολεία και στις ελληνικές οικογένειες. Υπάρχουν μερικοί σημαντικοί ερευνητές για το θέμα αυτό στα πανεπιστήμια, καθώς και ορισμένα αναγνωρισμένα σχολεία για δυσλεκτικά παιδιά. Αν και η ελληνική κυβέρνηση συνέστησε τα ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών) για την υποστήριξη των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, υπάρχει ακόμα έλλειψη μιας συγκροτημένης εθνικής εκπαιδευτικής στρατηγικής σχετικά με τις Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες.


Ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα


Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ορισμένα στοιχεία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και πιο συγκεκριμένα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η δευτεροβάθμια μη-υποχρεωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα μπορεί να διακριθεί σε Λύκεια και Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια (Τ.Ε.Ε.). Το πρόγραμμα σπουδών των Λυκείων είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε προετοιμάζει τους μαθητές για την Ανώτατη Εκπαίδευση μέσω της διαδικασίας των εθνικών εξετάσεων. Σύμφωνα με την εταιρεία δημοσκοπήσεων ICAP, η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών φοιτούν σε δημόσια σχολεία, ενώ μόνο 6% σε ιδιωτικά σχολεία. Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τη Eurostat (2008) οι δαπάνες των 25 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκπαίδευση είναι 5.04% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, με το 2.25% να διατίθεται για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στην Ελλάδα οι δαπάνες αυτές είναι μόλις 3.98%, με μόνο 1.41% να διατίθεται για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.


Αν και η ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται κυρίως από δημόσια σχολεία, το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας ενισχύεται συστηματικά από ιδιωτικά σχολεία υποστηρικτικής διδασκαλίας, τα λεγόμενα φροντιστήρια. Οι κύριες αιτίες πίσω από αυτή την πραγματικότητα μπορούν να ανιχνευτούν στην ανεπαρκή κυβερνητική χρηματοδότηση, την ασταθή εκπαιδευτική πολιτική και την παραδοσιακή πολιτισμική τάση των ελληνικών οικογενειών να υποστηρίζουν τα παιδιά τους για να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Κάθε χρόνο, οι ελληνικές οικογένειες ξοδεύουν περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ για τα φροντιστήρια, σε ποσοστό που καλύπτει 85% του μαθητικού πληθυσμού. (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος/ΟΕΦΕ) Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι τα φροντιστήρια επηρεάζουν σημαντικά το ελληνικό εκαπιδευτικό σύστημα.


Τα φροντιστήρια και ο σχεδιασμός υπηρεσιών για παιδιά με δυσλεξία


Έγινε σαφές ότι οι ελληνικές οικογένειες ξοδεύουν για τα φροντιστήρια ποσό σχεδόν ίσο με τα 3/5 των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση. Εφόσον ο ρόλος των φροντιστηρίων είναι η πρόσθετη υποστήριξη για τους αδύναμους μαθητές, συμπεραίνουμε λογικά ότι στα φροντιστήρια θα υπήρχε ιδιαίτερη μέριμνα για τους μαθητές με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα θεωρούσαμε ότι τα φροντιστήρια αποκλείουν αυτούς τους μαθητές ή παρέχουν ανεπαρκείς εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Κι όμως, αυτή η μέριμνα δεν υπάρχει. Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους τα φροντιστήρια πρέπει να εξετάσουν τον επανασχεδιασμό των εκπαιδευτικών τους υπηρεσιών για να υποστηρίξουν μαθητές με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες.


Ο πρώτος και κυριώτερος λόγος είναι το Ηθικό Επιχείρημα. Αν και είναι αλήθεια ότι μόνο 4% των μαθητών έχει δυσλεξία και οι περισσότεροι έχουν συνείδηση της κατάστασής τους, και πάλι δικαιούνται υψηλά στάνταρ εκπαίδευσης και υποστήριξης προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί και ανταγωνιστικοί. Οι μαθητές που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις συνήθεις εκπαιδευτικές πρακτικές μπορεί να αισθανθούν στιγματισμένοι και αποκλεισμένοι. Επομένως τα φροντιστήρια είναι ηθικά υπεύθυνα να παρέχουν υπηρεσίες που μπορούν να ωφελήσουν αυτή τη σημαντική κατηγορία μαθητών. Αλλιώς, θα έπρεπε να αρνηθούν την παροχή αυτών των υπηρεσιών, που θα ήταν επίσης ένας παράγοντας που στιγματίζει το μαθητή και την οικογένειά του.


Άλλος ένας σημαντικός λόγος είναι το Ανταγωνιστικό Επιχείρημα. Τα φροντιστήρια ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, συνήθως λειτουργούν με άδειες δικαιόχρησης (franchises) και σε ορισμένες περιόδους ξοδεύουν σημαντικά ποσά για μάρκετιν και προώθηση. Ο ανταγωνισμός στον φροντιστηριακό τομέα είναι πολύ έντονος και υπάρχει μεγάλη ανάγκη για διαφοροποίηση στην αγορά. Κατά τη γνώμη μας, ο σχεδιασμός, με άξονα την ένταξη (inclusion), εκπαιδευτικών υπηρεσιών που υποστηρίζουν τις ανάγκες των μαθητών με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε λύσεις που θα κάνουν την εκπαιδευτική διαδικασία πιο αποτελεσματική, πιο επιτυχημένη και κατ’επέκταση πιο ανταγωνιστική.


Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι η επανεξέταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα φροντιστήρια μπορεί να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα τους και να προσφέρει ένα σημαντικό και μοναδικό πλεονέκτημα στην αγορά.


Μελέτη περίπτωσης: Σχεδιάζοντας μια πιλοτική τάξη σε μια αλυσίδα φροντιστηρίων


Με βάση τα παραπάνω, συμφωνήσαμε με μία ταχύτατα αναπτυσσόμενη αλυσίδα φροντιστηρίων να σχεδιάσουμε μια πιλοτική τάξη όπου θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε για ένα χρόνο διάφορες σχεδιαστικές ιδέες, με μαθητές μεγάλης γκάμας δεξιοτήτων, προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε την εμπειρία της τάξης. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική αυτής της αλυσίδας φροντιστηρίων είναι να γίνει το νούμερο ένα στην παροχή φροντιστηριακών υπηρεσιών στην Ελλάδα και σε αυτό το πλαίσιο προτείναμε να επανεξεταστεί η εμπειρία του φροντιστηρίου συνολικά, έχοντας ως βασικό κορμό τον επανασχεδιασμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.


Προκειμένου να έχουμε επιτυχημένο αποτέλεσμα, κάναμε την υπόθεση ότι αν σχεδιάζαμε μία εκπαιδευτική εμπειρία που θα ήταν αποτελεσματική και ευχάριστη για μαθητές με δυσλεξία, θα είχαμε δημιουργήσει μία μοναδική εμπειρία και για τους υπόλοιπους μαθητές. Έτσι θα μπορούσαμε να πετύχουμε μία εκπαιδευτική διαδικασία με συνθήκες πραγματικής ένταξης.


Οι σκέψεις και οι σχεδιαστικές μας προτάσεις κατευθύνονται συχνά από την βαθιά πεποίθηση ότι όταν καλύπτουμε τις προφανείς ανάγκες μιας ακραίας πληθυσμιακής ομάδας, καλύπτουμε επίσης τις λανθάνουσες και υποσυνείδητες ανάγκες ενός μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού.


Την περίοδο αυτή πραγματοποιούμε την ερευνητική φάση του έργου, όπου συλλέγουμε πληροφορίες για την εκπαιδευτική διαδικασία, για την πολυ-πολιτισμική εκπαίδευση, για την ψυχολογία των μαθητών γενικά και ειδικότερα για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες.


Αναγνωρίζοντας το ζωτικό ρόλο του ντιζάιν για την αναδιαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνίας, θα θέλαμε να μοιραστούμε με τη σχεδιαστική κοινότητα κάποιες από τις σημαντικότερες προδιαγραφές που συναντήσαμε κατά την έρευνά μας.


Διδάσκοντας μαθητές με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία)


Το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει για να βοηθήσουμε τους έφηβους είναι να τους βοηθήσουμε να συνειδητοποιήσουν τις δυσκολίες τους. Πρέπει να γνωρίζουν ακριβώς τη φύση των προβλημάτων τους για να μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν. Η συνειδητοποίηση της δυσλεξίας είναι το πιο σημαντικό βήμα για να χτίσουν τη γνώση τους και φυσικά την προσωπικότητά τους. Επιπλέον, οι δάσκαλοι και το προσωπικό του φροντιστηρίου πρέπει να έχουν τη σχετική γνώση αλλά και εμπειρία από δυσλεκτικούς μαθητές. Πρέπει να ξέρουν πώς να διδάξουν στους δυσλεκτικούς
Στρατηγικές και Μετα-γνώση, έτσι ώστε να μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά. Τελος, οι μαθητές πρέπει να διδαχτούν σχετικά με τη φύση της δυσκολίας τους όπου χρειάζεται, συμπεριλαμβανομένων των δυνατών τους σημείων και των τύπων μάθησης που προτιμούν, και οι δάσκαλοι να γνωρίζουν την καταλληλότητα των διδακτικών τους στυλ. (Mortimore, 2003)


Επιπρόσθετα, είναι απαραίτητο για τους μαθητές να δουλεύουν σε μια ποικιλία ομάδων (που θα περιλαμβάνει ευκαιρίες να δουλέψουν σε ομάδες μεικτών δεξιοτήτων), καθώς και να δουλεύουν σε ομάδες με έναν ενήλικα. Ακόμα, πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για διδασκαλία ενός προς έναν ή μέσα σε μικρές ομάδες, ανάλογα με τις ανάγκες. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η γνωστική ικανότητα των μαθητών λαμβάνεται υπ’όψη σε οποιαδήποτε περίσταση και ότι η διδασκαλία παρέχει στους δυσλεκτικούς μαθητές ένα κατάλληλο επίπεδο γνωστικής πρόκλησης. Ως αποτέλεσμα, καλύπτονται ποικίλες γνωστικές ανάγκες και ξεπερνιούνται ενδεχομενοι φραγμοί για την επιτυχία. (http://www.bdadyslexia.org.uk/DFSPack.html)


Πολυαισθητηριακές μέθοδοι διδασκαλίας και μάθησης (όπως π.χ. η μέθοδος Χαρτογράφησης Ιδεών/Mind Mapping) θεωρείται επίσης ότι μπορούν να βοηθήσουν τους δυσλεκτικούς μαθητές.


Η δουλειά για το σπίτι πρέπει να δίνεται σε χωριστά φύλλα, να (αντι)γράφεται σε ημερολόγια εργασίας για το σπίτι ή να ηχογραφείται και να συζητιέται με τους γονείς όταν χρειάζεται. Οι δάσκαλοι μπορούν να δώσουν ακόμα στους μαθητές πληροφορίες και οδηγίες σε χαρτί που δεν είναι άσπρο (π.χ. μπεζ ή ανοιχτό γαλάζιο), ενδεχομένως με κατάλληλη γραμματοσειρά και διάταξη κειμένου, καθώς και εναλλακτικές λύσεις για την αντιγραφή από τον πίνακα. Για παράδειγμα η τεχνολογία της πληροφορικής χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει τη μάθηση με μέσα όπως οθόνες υπολογιστών και κατάλληλα προσαρμοζόμενο μέγεθος κειμένου. Τέλος, ένα σύνολο μέσων μπορεί να είναι διαθέσιμο στο σχολείο για την υποστήριξη μαθητών με δυσλεξία (μαγνητικά γράμματα, παιχνίδια εγγραμματοσύνης, χαλάκια λέξεων, χρωματιστά φίλτρα/επιστρώσεις, το αλφάβητο πάνω στον τοίχο, χάρτες, αφίσες με κανόνες, σχετικές εικόνες, κλπ.). Είναι ακόμα πολύ σημαντικό για τους μαθητές να αναπτύσσουν «δεξιότητες ζωής» όπως επίλυση προβλημάτων, λήψη αποφάσεων, διαχείριση άγχους, επικοινωνία, και συναισθηματική νοημοσύνη. Εδώ ο ρόλος της υποστήριξης από γονείς και ψυχολόγους θεωρείται ζωτικός.


Όπως αναφέρει ο Reid (2003), τα φιλικά προς τη δυσλεξία σχολεία (και φροντιστήρια, θα λέγαμε εμείς), πρέπει να υιοθετήσουν μια ανοιχτή και ευέλικτη προσέγγιση που θα ενθαρρύνει την επικοινωνία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων (δασκάλων, γονεών, ειδικών, μαθητών). Οι τακτικές τους και οι εναλλακτικές μέθοδοι πιστεύεται ότι θα βοηθήσουν τους σπουδαστές να αποκτήσουν την αυτοεκτίμηση που έχει χαθεί μέσω των παραδοσιακών μεθόδων του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που φαίνεται ότι έχει ακόμα πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει…


Από όλα τα παραπάνω έγινε ξεκάθαρο ότι μια φροντιστηριακή τάξη που είναι φιλική προς τη δυσλεξία δεν είναι μόνο αναγκαία αλλά και εφικτή. Η σχεδιαστική διαδικασία και οι τελικές λύσεις θα αναπτυχθούν με τη βοήθεια των ίδιων των μαθητών, χρησιμοποιώντας μια σχεδιαστική προσέγγιση με επίκεντρο τους χρήστες. Αν και είναι ένα δύσκολο ταξίδι, ελπίζουμε ότι η αρχική μας υπόθεση θα γίνει πραγματικότητα.


Πηγές


- Μπενέκου, Β. (2009) “570 εκατ. € τον χρόνο για το εισιτήριο στα ΑΕΙ.” στο http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=101474

- Gleeson, B (1999). Geographies of disability, Λονδίνο: Routledge.

- Mortimore, T., (2003). Dyslexia and Learning Style: A Practitioner’s Handbook. Λονδίνο: Whurr.

- Pollock, J. & Waller, E. (1996). Day to day dyslexia in the classroom. Λονδίνο: Routledge.

- Πόρποδας, K. (1993) Δυσλεξία. Αθήνα: Μορφωτική.

- Reid, G., and Fawcett, A., (2004). Dyslexia in Context. Λονδίνο: Whurr.

- Reid, G., (2003). Dyslexia: A practitioner’s handbook. Chichester: Wiley.

- Reis, F. (2008). Population and social conditions. Λουξεμβούργο: Eurostat.

- Thomson, M., (1996). Developmental dyslexia: Studies in disorders of communication. Λονδίνο: Whurr.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου