Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη

Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, τον ποιητή του Αιγαίου, από το περιοδικό Αέροπος.


Οδυσσέας Ελύτης (αφιέρωμα περιοδικού Αέροπος)
Οδυσσέας Ελύτης (αφιέρωμα περιοδικού Αέροπος) bagsta «Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, [b]μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές[/b]. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην [b]υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου.[/b] Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα [b]μέσον επικοινωνίας[/b], πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και [b]εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών[/b]. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο [b]ήθος[/b]. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι [b]στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα[/b]. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.»(Από τόν λόγο του Οδυσσέα Ελύτη κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας, 10-12-1979.)«Αυτό που θαυμάζουμε στην ελληνική τέχνη της ακμής, δεν είναι αυτό που πίστεψαν οι Δυτικοί ότι συνεχίστηκε με την Αναγέννηση. Ούτε αυτό που πραγματοποιήσανε αργότερα με τα νεοκλασσικά κτίρια που κοσμούν τις πρωτεύουσές τους. Είναι μια ειδική αίσθηση για τα πράγματα και τις αναμεταξύ τους σχέσεις, που οδηγεί στην ευγένεια, είτε καταπιάνεσαι με μεγάλα είτε με ταπεινά έργα. Για την αντίληψή μου -θα μπορούσα να πω για την αντίληψη ολόκληρης της γενεάς μου- η συνέχεια του πνεύματος εκείνου πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνον από τον λαϊκό πολιτισμό. Μια εσωτερική αυλή σπιτιού με τους ασβεστωμένους τοίχους, τα λουλούδια στους τενεκέδες, τα πέτρινα σκαλάκια, ή ένας περίβολος μοναστηριού με τα κυπαρίσσια, τη στέρνα, τις στοές και τα κελλιά, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αντίληψη που έφτιαχνε τους Απόλλωνες και τις νίκες, τους Οσίους και τις Θεομήτορες, απ' όλες τις μεγαλόπρεπες κολόνες και μετόπες των Ευρωπαϊκών Ανακτόρων. Και αυτό συνέβη επειδή, αξεδιάλυτα συνυφασμένα, το τοπίο και η γλώσσα, επιβιώσανε μέσα στο ομαδικό υποσυνείδητο, διατηρηθήκανε μέσα στους ύμνους της Ορθοδοξίας και στα Δημοτικά Τραγούδια -το παρατηρούμε αυτό εντελώς ιδιαίτερα στην Κύπρο- και έφτασαν ώς τις μέρες μας, είτε οι καιροί ήτανε καλοί είτε χαλεποί. Τολμώ, μάλιστα, να πω ότι λειτουργήσανε πιο οργανικά και πιο έντονα στη δεύτερη περίπτωση - κάτι που γεννά την απορία των ξένων και παραμένει για την αντίληψή τους ακατανόητο. Πολύ συχνά μου έτυχε να με ρωτήσουνε στις συνεντεύξεις: Για ποιό λόγο η ποίηση η ελληνική γυρίζει στην μοίρα του φορέα της; Καμιά σχεδόν ποίηση ξένης χώρας δεν ασχολείται με την Ιστορία και την μοίρα του λαού της. Τους απάντησα: Επειδή ο Ελληνισμός έζησε πάντοτε κοντά στον κίνδυνο. Επειδή ό,τι κινδυνεύει, ζητάς να το διασώσεις. Επειδή νιώθουμε μόνοι. Επειδή σαν πολιτιστική μονάδα δεν έχουμε συγγενείς. Και επειδή -προσθέτω εγώ τώρα μεταξύ μας- στο βάθος μας φοβόντουσαν πάντοτε, όσο αδύναμοι και αν είμασταν. Και μας πολεμούσανε, «Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι!», για να ξαναθυμηθώ τον Σολωμό. Ή μήπως αυτό δεν συμβαίνει σήμερα με την Κύπρο;»(Από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη στο πολιτικό μνημόσυνο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Λευκωσία 5-8-1980.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου