Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Ταξίδι της σκέψης...


Με πήγε πάλι η σκέψη σου εκεί... Στα σοκκάκια και στα διάρραχα. Στις παραλίες και στα περβόλια με τις λεμονιές, τις αμυγδαλιές και τις συκιές. Ξέρεις πόσο πολύ κρυώνω κάποιες φορές... Αυτός ο βοριάς του νησιού ως και τα ζεστά μου δάκρυα παγώνει. Ξέρεις ...πόσες πολλές φορές σ΄αναζητώ στο ύπνο και στο ξύπνιο μου. Ξέρεις... πόσες πολλές φορές αισθάνομαι την ενοχή μου που δε μπορω να σ΄επισκεφτώ εκεί που είσαι τώρα. Στο σπίτι που είσαι τώρα...Μα πες μου, πως μπορω να σε δω εκεί; Πως μπορώ να ξέρω πως εγώ είμαι μόνος εδώ και εσείς οι τρείς εκεί;
Ξέρεις τις προάλλες σα βρέθηκα πάλι στο νησί ,κάθε μου βήμα σε θύμιζε. Κάθε σπιθαμή και κάθε πέτρα στο καλντερίμι της χώρας μου ψιθύριζε το όνομά σου. Κάθε εκκλησιά μου θύμιζε τη προσευχή σου για μένα. Κάθε σκαλοπάτι στα σοκκάκια της χώρας έγραφε τ όνομά σου. Και σα γύρισα στο Μπατσί στάθηκα λίγο εκεί στο σπίτι πού ΄μενες. Μνήμες που φεγγοβόλησαν μέσα στην αυγουστιάτικη αντριώτικη νύχτα. Θυμήθηκα εκείνους τους γλυκούς, φιλόξενους ανθρώπους που σ΄ αγαπούσαν και αγαπούσες. Θυμήθηκα τις ιστορίες που μου έλεγες για τα χρόνια της κατοχής και τα μεταγενέστερα. Αυτή η δική σου ανάμνηση με κάνει να θυμάμαι λεπτομέρειες , μωρέ...Πως μπορώ να τα ξεχάσω όλα αυτά, αλήθεια; Μα θα σου πω πως εκείνο το μουντό το πρωινό του Δεκέμβρη , μου φαίνεται λες κι ήταν χτες... Κι εκείνο το τηλέφώνημα νάλειπε.... Γιατί έπαιξες με τα θέλω μου; Ξέρω... θα μου πεις, δε τόθελες. Ξέρω πως έφυγες όταν κι εκείνος με την αθέλητη λησμονιά του, ρώταγε ανώδυνα μόνο για σένα....Τα ξέχασα νομίζεις μωρέ;...
Πέρασα λοιπόν πάνω απ τα σκαλάκια της Παναγιάς της Θεοσκέπαστης και ξέρεις θαρρούσα πως σ΄ έβλεπα να τα καταβαίνεις μαζί με την Κατίνα. Σ΄ έβλεπα με τον ιδρώτα της αγωνίας στο πρόσωπό σου για μένα. Ξέρω πως είχες υπερβει τις αντοχές σου.... Εσύ όμως μ΄ έμαθες να μάχομαι. Εσύ ήσουν για μένα αξία ανεκτίμητη. Εσύ ήσουν για μένα πρότυπο ζωής. Δεν ξεχνώ και αισθάνομαι περήφανος να συνεχίζω παραδόσεις ανθρωπιάς. Κι αναφέρομαι στη δική σου μάνα... Που στα μαύρα χρόνια της κατοχής έδινε τα δικά της ψίχουλα στα ορφανά απ΄την Άντρο.
Θέλω να σου ζητήσω να μη ξεχάσεις να κάνεις μια μικρή προσευχή για μένα μα και για την Κατίνα λοιπόν... Ξέρεις τον αγώνα της. Είμαι σίγουρος πως τη βλέπεις. Και θες να τη δεις να ξαναπερνάει μπροστα απ΄τα σκαλαριά για να ανάψει και πάλι τα καντήλια στον Αγ. Συμεών στα ΄Ψηλού.
Να γυαλίσει τις εικόνες του Ταξιάρχη. Γιατί ο Ταξιάρχης είναι εκκλησία που της οφείλουμε έναν ιδιαίτερο σεβασμό. Είναι η εκκλησιά των ψυχών των αγαπημένων μας που έφυγαν...
Είναι η πρώτη φορά που θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι τις ομορφιές του νησιού μας . Ξέρεις πως σε βλέπω ολοζώντανη εκεί. Φεύγω με μπότζι... Θα περάσω το καβοντόρο δύσκολα... Η Φάσα δε διακρίνεται. Ο όρμος στο Φελλό δε διακρίνεται από το πούσι και τις πιτσίλες των κυμάτων. Μόνο ένα φως που τρεμοπαίζει στη πλαγιά του Μακροτάνταλου, βλέπω....Βλέπω το φάρο στην είσοδο του Γαυρίου να μας στέλνει ένα φως αδύναμο, από την αντάρα του καιρού... Λέω πως ως κι ο φάρος νύσταξε εξαιτίας του καιρού...Καταλαβαίνεις τη τρικυμία...Δεν είμαστε μαθημένοι όμως από τρικυμίες κι εσύ κι εγώ μα κι ο πατέρας; Τα ξέχασα νομίζεις; Όμως φεύγω για το ταξίδι αυτό με την ευχή σου. Κι η ευχή σου είναι δύναμη και στήριγμα...Κι εσύ ξέρεις γιατί φεύγω. Όπως ξέρεις, πως το ταξίδι τούτο της σκέψης θα επαναληφθεί σύντομα... Επειδή δε μπορώ να σε ξεχάσω. Η μάνα, η δική μου μάνα δε ξεχνιέται!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου