Τι φυλακὲς ποὺ εἶναι γιὰ μένα όλες οἱ νύχτες μου και όλες οι μέρες μου, και πόσο σκοτεινὲς ακόμα, και πόσο τις φοβάμαι,είναι τόσο παιδί ακόμα η ψυχή μου, και ειναι η ζωή τόσο πρόστυχια και τόσο κακιὰ… Γιατι να δειχτώ αφού δὲν ακούνε και δεν βλέπουν. Κ᾽ έπειτα πήρα τόσο σοβαρὰ τὴν φιλολογία. Άλλη συνείδηση κ᾽ αυτὴ – σχεδὸν δεν σκέπτομαι τίποτ᾽ αλλο όλη τη μέρα, γυρεύω, γυρεύω τὸ δρόμο τὸν απάτητο, και θὰ τον βρω γιατι πρέπει, και άμα θὰ γράψω θὰ είμαι ο καλύτερος, μα και πάλι πόσα ματώματα… […] Πόσο γυρεύω την ξεκούραση… τη θάλασσα την ήσυχη, τους ορίζοντες τους απέραντους. Νὰ ησυχάσω, να ναρκωθώ λιγάκι μέσα στὴν αγάπη, κ᾽ έπειτα ξαναρχίζω, μα πριν περάσω όλους τοὺς μεσημεριάτικους ήλιους, λίγο νερό, λίγο νερὸ γιὰ τὸ όνομα τοῦ Θεού.
Αυτὰ γράφει απὸ το Παρίσι, τον Μάϊο του 1921, ο Γιῶργος Σεφέρης προς την αδερφή του Ιωάννα Τσάτσου, σε μια απὸ τις πολλὲς επιστολές του που δημοσιεύονται στο βιβλίο της μετά το θάνατό του. Ὁ αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης (1974) είναι μιὰ θερμὴ αγαπητικὴ βιογραφία ή, καλύτερα, ψυχογραφία του ποιητή απὸ τὸ 1912, όταν ο Σεφέρης ήταν δωδεκάχρονο παιδί στη Σμύρνη, μέχρι τὸ 1941, όταν φεύγει απὸ τὴν Αθήνα μαζὶ μὲ τὴν ελληνικὴ κυβέρνηση με προορισμὸ τη Μέση Ανατολή. Το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου είναι πολύτιμη μαρτυρία και για έναν πρόσθετο λόγο: μαζί με τον Σεφέρη παρουσιάζεται και όλη η πατρικὴ οικογένειά του, ο τρόπος της ζωής της και οι σχέσεις μεταξὺ των μελων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου