Kάντε κλικ εδώ και διαβάστε το δημοσίευμα της Μαρίας Κατσουνάκη.
Eπισκέπτεστε το ιστολόγιο του Δημ. Σπυρόπουλου, Καθηγητή Μαθηματικών. Θέλω να σας επισημάνω οτι τα μαθηματικά που είχα την προνομία να σπουδάσω είναι ένα εργαλείο σκέψης και προβληματισμού. Χαίρομαι να το χρησιμοποιώ στη ζωή μου... Kι όπως είπε ο μεγάλος Κ. Παλαμάς "Κι αν πλήθος τ΄άσχημα, κι αν είν΄ τ΄ άδεια αφέντες, φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω, να δώσουμε νόημα στων πολλών την ύπαρξη. ΄Ενας φτάνει..."
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012
ο ίσκιος της ζωής
Για όσους αντέχουν ακόμη να πληρώνουν ενοίκιο ή δόση στεγαστικού,
σούπερ μάρκετ και ασφάλιστρο, για όσους ψώνισαν φέτος σχολικά είδη στα
παιδιά τους, η σαστισμάρα και η σύγχυση είναι ακόμη τα κυρίαρχα
συναισθήματα. Οι σαστισμένοι όμως λιγοστεύουν διαρκώς. Και αυξάνονται οι
ανήμποροι, οι αδρανείς, οι παραιτημένοι, οι γυμνοί· όσοι δεν πληρώνουν
πια ασφαλιστικές εισφορές, ούτε εφορία, γιατί απλούστατα δεν δύνανται.
Δεν έχουν. Δεν είναι εδώ πια, ανήκουν σε άλλο κόσμο, κινούνται σε άλλο
χρόνο, όχι παρελθόντα, όχι στο φτωχό ’50 και το ’60 με τα μανταρισμένα
πουλόβερ και τα γυρισμένα κοστούμια, ούτε καν εκεί. Αυτοί οι ανήμποροι
προλέγουν ήδη το μέλλον. Τη γυμνή ζωή.
Ακούω ιστορίες πρώην νοικοκυραίων και μαστόρων, εργαζομένων από τα δώδεκα ή τα δεκαπέντε τους χρόνια, καταγόμενων από παραποτάμια ή ορεινά χωριά βαριά από ιστορία και μύθους. Ηρθαν στην Αθήνα παιδιά, μπήκαν τσιράκια ή κάλφες σε εργαστήρια, σε βιοτεχνίες, έγιναν μάστορες, μερικοί έγιναν και μικροεπιχειρηματίες, βιοτέχνες, όλοι είχαν επάγγελμα, προκοπή, τιμή, μεγάλωσαν, σπούδασαν και προίκισαν παιδιά. Ηταν περήφανοι για όσα επέτυχαν. Και σχεδίαζαν ήρεμα στον χρόνο τους βίους τους. Δεν ήσαν άρπαγες και άπληστοι, καφεδάκι στο καμινέτο το πρωί, φαΐ στο κατσαρολάκι απ’ το σπίτι το μεσημέρι ή ένα ζεστό πιάτο στα μαγέρικα της οδού Κολοκοτρώνη, σιέστα κλεφτή πάνω στον πάγκο εργασίας, και δουλειά ώς αργά το βράδυ. Επιστροφή με το μπλε λεωφορείο στις συνοικίες της αντιπαροχής. Ολο το εμπορικό κέντρο ήταν γεμάτο από μαστόρους, επαγγελματίες, βιοτέχνες, εμπόρους, τεχνίτες. Στο τρίγωνο Μοναστηράκι – Ομόνοια – Σύνταγμα, μαζί με του Ψυρρή των τσαγκαράδων. Εκεί όπου σήμερα πληθωρίζονται καφέ, μπαρ, ουζερί, για χίπστερ και χασομέρηδες, άνεργους και άεργους, εκεί όπου κάποιοι βλέπουν ανάπτυξη μέσα από την κατανάλωση φρέντο και ρόκα–παρμεζάνα. Συνταξιοδοτούνται κακήν κακώς οι παλαιοί, άλλοι ολόκληρη με σαράντα χρόνια ένσημα, άλλοι προώρως μειωμένη, άλλοι χρεοκοπούν και κολλάνε κηδειόχαρτα «εκποίηση», «πωλείται η επιχείρηση», «ενοικιάζεται το παρόν, πληροφορίες εντός». Ο κόσμος της εργασίας και του εμπορίου φεύγει, το centro storico μετατρέπεται σε φαν παρκ για άνεργους, χώρος τράνζιτο γι’ ανθρώπους τράνζιτο, χωρίς προέλευση, ρίζα, προορισμό. Χώρος χωρίς χρόνο. Ακούω ιστορίες, ανασυστήνω ζωές. Χήρες που σπούδασαν παιδιά πλένοντας σκάλες και γραφεία, ψήνοντας καφεδάκια κάτω απ’ το κλιμακοστάσιο για τους εργαζομένους στο μέγαρο, που είχαν σπίτι το παραχωρημένο υπόγειο πλάι στον λέβητα, στολισμένο με κεντήματα, χράμια και αγαλματίδια από αρχαίες μπομπονιέρες. Ζουν με την κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ, πάντα εκεί, πλάι στον λέβητα, στο πάντα στολισμένο δωμάτιο. Και καταριούνται αυτόν που τους έκοψε τη σύνταξη και τα φάρμακα για την οσφυαλγία και την πίεση. Που τους έκοψε το τελευταίο ξερό κλαδάκι της πληβείας ζωής. Πίσω από κάθε ψηλό παράθυρο στα μαραμένα εμποροβιοτεχνικά μέγαρα του κέντρου, στις οδούς με τα ένδοξα ονόματα Χρυσοσπηλαιωτίσσης, Νικίου, Κολοκοτρώνη, Πραξιτέλους, Αιόλου, Ρόμβης, Κλειτίου, κινούνται ακόμη άνθρωποι και ξεδιπλώνονται ιστορίες. Οσοι πρόλαβαν τη σύνταξη του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, έζησαν ολόκληρο το greek dream και αποχώρησαν. Αλλοι δεν πρόλαβαν, τους μάγκωσε η χρονόπορτα και τους συνέθλιψε. Εδώ και καιρό αδυνατούν να πληρώσουν το ΤΕΒΕ, δεν μπορούν να πάρουν σύνταξη· υποαπασχολούμενοι, βγάζουν το νοίκι και ψωνίζουν γαύρο πρωινό στην Αγορά. Ακούω το ευφρόσυνο καναρίνι στον 5ο όροφο βιοτεχνικής πολυκατοικίας· δεν το βλέπω γιατί με τυφλώνει η αντηλιά, πίσω απ’ το παμφάγο φως ξέρω όμως ότι ξεπροβάλλει μια αναλόγως εκθαμβωτική γωνία Ακροπόλεως. Το πορτοκαλί καναρίνι συναγωνίζεται το άμουσο ράδιο που φλυαρεί σε ακατάληπτη γλώσσα· και τα δύο συντροφεύουν τον παλαίμαχο τεχνίτη. Η λωρίδα φωτοσκόνης χαϊδεύει και εξωραΐζει παλαιές μεταλλοδερμάτινες πολυθρόνες, το μικρό ψυγείο, τον ψηλό πάγκο με το βαρύ σίδερο, ρεκλάμες, Κασμήρια ΔΔΔ, Ελληνοβρετανική, αρχαία φιγουρίνια με σταυρωτά γιλέκα, το τηλέφωνο βακελίτη, κάρτες για μανταρίστρες και κουμποτρυπούδες, το γκαζάκι οπωσδήποτε. Απέναντι ένας ξεχασμένος χρυσοχόος, ένας αδαμαντοκολλητής, λογιστικό γραφείο, μια φθαρμένη εμαγιέ επιγραφή Εισαγωγαί Υλικών Αργυροχρυσοχοΐας με περίτεχνα γράμματα Art Deco. Ενας θνήσκων κόσμος, ο κόσμος των τεχνών και του εμπορίου. Γεμάτος ζωές ακόμη, ίσκιους, παρουσίες, φωνές, έργα χειρών, ιστορίες με βουλευτές και εφέτες, αστεϊσμούς, κουμπαριές, με αλληλεγγύη και μικροδάνεια, με δόσεις και δοσίματα. Αντηλιά, σκόνη, ίσκιος. Ο ίσκιος της ζωής.
Ακούω ιστορίες πρώην νοικοκυραίων και μαστόρων, εργαζομένων από τα δώδεκα ή τα δεκαπέντε τους χρόνια, καταγόμενων από παραποτάμια ή ορεινά χωριά βαριά από ιστορία και μύθους. Ηρθαν στην Αθήνα παιδιά, μπήκαν τσιράκια ή κάλφες σε εργαστήρια, σε βιοτεχνίες, έγιναν μάστορες, μερικοί έγιναν και μικροεπιχειρηματίες, βιοτέχνες, όλοι είχαν επάγγελμα, προκοπή, τιμή, μεγάλωσαν, σπούδασαν και προίκισαν παιδιά. Ηταν περήφανοι για όσα επέτυχαν. Και σχεδίαζαν ήρεμα στον χρόνο τους βίους τους. Δεν ήσαν άρπαγες και άπληστοι, καφεδάκι στο καμινέτο το πρωί, φαΐ στο κατσαρολάκι απ’ το σπίτι το μεσημέρι ή ένα ζεστό πιάτο στα μαγέρικα της οδού Κολοκοτρώνη, σιέστα κλεφτή πάνω στον πάγκο εργασίας, και δουλειά ώς αργά το βράδυ. Επιστροφή με το μπλε λεωφορείο στις συνοικίες της αντιπαροχής. Ολο το εμπορικό κέντρο ήταν γεμάτο από μαστόρους, επαγγελματίες, βιοτέχνες, εμπόρους, τεχνίτες. Στο τρίγωνο Μοναστηράκι – Ομόνοια – Σύνταγμα, μαζί με του Ψυρρή των τσαγκαράδων. Εκεί όπου σήμερα πληθωρίζονται καφέ, μπαρ, ουζερί, για χίπστερ και χασομέρηδες, άνεργους και άεργους, εκεί όπου κάποιοι βλέπουν ανάπτυξη μέσα από την κατανάλωση φρέντο και ρόκα–παρμεζάνα. Συνταξιοδοτούνται κακήν κακώς οι παλαιοί, άλλοι ολόκληρη με σαράντα χρόνια ένσημα, άλλοι προώρως μειωμένη, άλλοι χρεοκοπούν και κολλάνε κηδειόχαρτα «εκποίηση», «πωλείται η επιχείρηση», «ενοικιάζεται το παρόν, πληροφορίες εντός». Ο κόσμος της εργασίας και του εμπορίου φεύγει, το centro storico μετατρέπεται σε φαν παρκ για άνεργους, χώρος τράνζιτο γι’ ανθρώπους τράνζιτο, χωρίς προέλευση, ρίζα, προορισμό. Χώρος χωρίς χρόνο. Ακούω ιστορίες, ανασυστήνω ζωές. Χήρες που σπούδασαν παιδιά πλένοντας σκάλες και γραφεία, ψήνοντας καφεδάκια κάτω απ’ το κλιμακοστάσιο για τους εργαζομένους στο μέγαρο, που είχαν σπίτι το παραχωρημένο υπόγειο πλάι στον λέβητα, στολισμένο με κεντήματα, χράμια και αγαλματίδια από αρχαίες μπομπονιέρες. Ζουν με την κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ, πάντα εκεί, πλάι στον λέβητα, στο πάντα στολισμένο δωμάτιο. Και καταριούνται αυτόν που τους έκοψε τη σύνταξη και τα φάρμακα για την οσφυαλγία και την πίεση. Που τους έκοψε το τελευταίο ξερό κλαδάκι της πληβείας ζωής. Πίσω από κάθε ψηλό παράθυρο στα μαραμένα εμποροβιοτεχνικά μέγαρα του κέντρου, στις οδούς με τα ένδοξα ονόματα Χρυσοσπηλαιωτίσσης, Νικίου, Κολοκοτρώνη, Πραξιτέλους, Αιόλου, Ρόμβης, Κλειτίου, κινούνται ακόμη άνθρωποι και ξεδιπλώνονται ιστορίες. Οσοι πρόλαβαν τη σύνταξη του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, έζησαν ολόκληρο το greek dream και αποχώρησαν. Αλλοι δεν πρόλαβαν, τους μάγκωσε η χρονόπορτα και τους συνέθλιψε. Εδώ και καιρό αδυνατούν να πληρώσουν το ΤΕΒΕ, δεν μπορούν να πάρουν σύνταξη· υποαπασχολούμενοι, βγάζουν το νοίκι και ψωνίζουν γαύρο πρωινό στην Αγορά. Ακούω το ευφρόσυνο καναρίνι στον 5ο όροφο βιοτεχνικής πολυκατοικίας· δεν το βλέπω γιατί με τυφλώνει η αντηλιά, πίσω απ’ το παμφάγο φως ξέρω όμως ότι ξεπροβάλλει μια αναλόγως εκθαμβωτική γωνία Ακροπόλεως. Το πορτοκαλί καναρίνι συναγωνίζεται το άμουσο ράδιο που φλυαρεί σε ακατάληπτη γλώσσα· και τα δύο συντροφεύουν τον παλαίμαχο τεχνίτη. Η λωρίδα φωτοσκόνης χαϊδεύει και εξωραΐζει παλαιές μεταλλοδερμάτινες πολυθρόνες, το μικρό ψυγείο, τον ψηλό πάγκο με το βαρύ σίδερο, ρεκλάμες, Κασμήρια ΔΔΔ, Ελληνοβρετανική, αρχαία φιγουρίνια με σταυρωτά γιλέκα, το τηλέφωνο βακελίτη, κάρτες για μανταρίστρες και κουμποτρυπούδες, το γκαζάκι οπωσδήποτε. Απέναντι ένας ξεχασμένος χρυσοχόος, ένας αδαμαντοκολλητής, λογιστικό γραφείο, μια φθαρμένη εμαγιέ επιγραφή Εισαγωγαί Υλικών Αργυροχρυσοχοΐας με περίτεχνα γράμματα Art Deco. Ενας θνήσκων κόσμος, ο κόσμος των τεχνών και του εμπορίου. Γεμάτος ζωές ακόμη, ίσκιους, παρουσίες, φωνές, έργα χειρών, ιστορίες με βουλευτές και εφέτες, αστεϊσμούς, κουμπαριές, με αλληλεγγύη και μικροδάνεια, με δόσεις και δοσίματα. Αντηλιά, σκόνη, ίσκιος. Ο ίσκιος της ζωής.
Το άρθρο έγραψε ο Νίκος Γ. Ξυδάκης και δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)