Σήμερα το πρωί είχα ένα τηλεφώνημα από το γειτονικό λιμάνι. Ηταν ο φίλος, ο σύντροφος στην αναζήτηση της ιστορίας της ναυτοσύνης και των χρωμάτων. Μου θύμισε τούτα τα λόγια που έγραψα πριν δυο χρόνια...και μου έστειλε τούτη τη φωτό που συνδέεται με τα χρόνια της πρώτης εφηβείας μου...Υπέκυψα στο πειρασμό της εκ νέου ανάρτησης των στίχων μου!!!
Ταξίδεψα προς νότον και ανατολάς.
Ενα ελαφρό αεράκι με πήγε στα χρόνια της νιότης μου.
Θυμήθηκα τη πολυκατοικία με το Φοίνικα, πάνω από τα ξενοδοχεία στο Μπερούτι.
"΄Εδώ έμενε" , μου είπαν.
"Δες τι όμορφα λουλούδια έχει το σπίτι αυτό", ψέλλισαν.
Και οι χειμώνες είχαν το δικό τους Μάη εκεί...σκέφτηκα.
Από εκεί ατένιζε το νησί "του", υπέθεσα.
Κι ο λόγος του γινόταν πιό ξάστερος, πιό γλυκός, πιό εκφραστικός, σύμμικτος με τη δροσιά της θάλασσας.
Την φιλούσε εκείνη τη θάλασσα ο ποιητής.
Φιλιά ερωτικά της έδινε.
Και εκείνη, γνήσια θηλυκή ύπαρξη, τον αντάμοιβε με έμπνευση.
Με σκέψη πρωτόγνωρη και με έκφραση ζωντανή.
Είμαι ακόμη εκεί.
Ψάχνω το φάρο που με μαγνήτιζε τα βράδια.
Τον αναζητώ στη παλιά του θέση, αλλά ματαιοπονώ.
Τον μετέφεραν τα βόλια....
Αναζητώ τα παιδιά του τότε...
Είναι η απόλυτη αποτυχία στην αναζήτηση.
Ενα δάκρυ της καρδιάς μου για το τότε που πέρασε...
Μα και ένα χαμόγελο της ψυχής μου που ο ποιητής με ταξίδεψε εκεί.
Στη πόλη της έμπνευσης.
Της δικής του και της δικής μου.