Στο άδειο, καμένο κέλυφος του Πολεμικού Μουσείου Χανίων, εκεί όπου κάποτε αντηχούσαν τα βήματα των επισκεπτών και η βραχνή φωνή των οδηγών που αφηγούνταν τη δόξα και τη θυσία, τώρα στέκει η σιωπή. Ο άνεμος περνάει από τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, όπως τότε περνούσαν οι σκιές των πολεμιστών. Ένα κτήριο που κάποτε φύλαγε τη μνήμη – τώρα καταρρέει, μαζί του και οι ιστορίες που κρατούσε φυλαγμένες.
Εκεί μέσα υπήρχε το γιαταγάνι του Μανούσου από τα Σφακιά, μια ξιφολόγχη Ιταλική απ’ τον Πόρο, κομμάτια από αλεξίπτωτα που έπεσαν στους κάμπους του Μάλεμε, φωτογραφίες στρατιωτών με μάτια καθάρια και στολές σκονισμένες απ’ τον αγώνα. Μια κάπα Γερμανού λοχία, λεία από ενέδρα στα βουνά της Σελίνου. Μια επιστολή, με δάκρυα και τιμή, από μάνα που έχασε τον γιο της στην Κάνδανο.
Το μουσείο μιλούσε. Μιλούσε για τα φονικά στο Κοντομαρί, όπου άνδρες εκτελέστηκαν με ψυχρό μένος – γιατί υπερασπίστηκαν το σπίτι τους. Για τη ρημαγμένη Κάνδανο, που οι ναζί την ισοπέδωσαν για να διδάξουν φόβο. Μιλούσε και για τα Σφακιά, άγρια και περήφανα, καταφύγιο Ελλήνων και συμμάχων, τόπος ελευθερίας και σφαγής.
Μα τώρα, μόνο πινακίδες προειδοποιούν: «Κίνδυνος από πτώση αντικειμένων». Και όμως, πιο βαριά απ’ όλα πέφτει η λήθη. Η λήθη που σβήνει ονόματα και μορφές. Όχι όμως το όνομα του Στρατηγού Εμμανουήλ Τζανακάκη, του λεβέντη από τη Μεσαρά, που έφτασε Υπουργός Στρατιωτικών κι άφησε πίσω του πράξεις και ήθος. Ο δρόμος μπροστά στο μουσείο τον τιμά – αλλά το κτήριο φωνάζει για κάτι παραπάνω: για ανάσταση της μνήμης.
Γιατί εδώ μέσα δεν καήκαν απλώς ντουβάρια. Καήκαν θραύσματα λεβεντιάς. Κι όσο απομένει έστω ένας που θυμάται, το μουσείο θα συνεχίσει να υπάρχει – μέσα του.