Ήταν ένας σοφός δάσκαλος και ένας μαθητής του.
Επειδή τα πάντα που έλεγε στον μαθητή του ήταν τόσο σοφά θέλησε ο μαθητής να πειράξει τον δάσκαλό του και να τον πιάσει αδιάβαστο κάπου.
Σκέφτηκε λοιπόν να πιάσει μια πεταλούδα με το χέρι του και να ρωτήσει τον δάσκαλό του τι κρατούσε και αν αυτό που είχε μέσα στον καρπό του ήταν ζωντανό ή νεκρό.
Ήξερε επίσης ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του εύκολα θα εύρισκε την πεταλούδα αλλά αν ο δάσκαλός του απαντούσε ότι ήταν ζωντανή τότε θα έσφιγγε το χέρι του και θα σκότωνε την πεταλούδα για να του αποδείξει ότι δεν ήταν και τόσο σοφός.
Έπιασε λοιπόν μια πεταλούδα και αφού την έκλεισε στον καρπό του ρώτησε τον δάσκαλό του.
-Δάσκαλε τι κρατώ στο χέρι μου;
-Την ψυχή σου κρατάς νεαρέ μου.
Σκέφτεται ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του έχει δίκιο.
Η πεταλούδα είναι μια ψυχή που θα μπορούσε να είναι και η δική του.
-Λοιπόν δάσκαλε , συνεχίζει ο μαθητής, είναι η ψυχή μου και τι είναι ζωντανή ή νεκρή; ξαναρωτά ο μαθητής.
-Απαντά ο σοφός δάσκαλος λέγοντας: Από το χέρι σου εξαρτάται…
Άρα η τύχη της ψυχής μας εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς τους ίδιους.
Διότι την σωτηρία της, την κρατάμε στο χέρι μας.-
Στη σκέψη που συλλογίστηκε πως τούτα τα λόγια θα μου αρέσουν
εκφράζω λευκά συναισθήματα. Και το λευκό δεν έχει το νόημα
της ουδετερότητας αλλά της αγνότητας.