Μάης του 1941. Στα άγρια βράχια της νότιας Κρήτης, εκεί όπου ο άνεμος γδέρνει την πέτρα και το φως λειαίνει τα πάντα, αντήχησαν βήματα νέων που δεν πρόλαβαν να γίνουν ακόμη άνδρες του πολέμου, μα κουβαλούσαν ήδη στις πλάτες τους την Ελλάδα. Ήταν οι Ευέλπιδες, τα παιδιά της Στρατιωτικής Σχολής, που είχαν αφήσει πίσω τους την κατεστραμμένη πατρίδα και αναζητούσαν στο νησί μιαν ύστατη γραμμή άμυνας.
Το φαράγγι της Ίμβρου άνοιγε μπροστά τους σαν σιωπηλή δοκιμασία. Στενό, απόκρημνο, γεμάτο σκιές και απρόσιτους όγκους, ήταν η πύλη που έπρεπε να διαβούν. Ο δρόμος δεν ήταν μονάχα πέτρινος· ήταν δρόμος ιστορίας και ευθύνης. Με τα σακίδια να βαραίνουν και τα όπλα να τους πληγώνουν τους ώμους, προχωρούσαν σκυφτοί, χωρίς λόγια, μόνο με τον ήχο της ανάσας τους να αντιλαλεί στις χαράδρες.
Στον ουρανό, τα γερμανικά αεροπλάνα συνέχιζαν το ανελέητο τους κυνήγι. Κάθε βουητό στις κορυφές πάγωνε την καρδιά. Κι όμως, κανείς δεν σταματούσε. Το βλέμμα ήταν καρφωμένο μπροστά, στο τέλος του φαραγγιού που έφερνε στη Χώρα των Σφακίων, εκεί όπου περίμενε η θάλασσα, η πιθανότητα διαφυγής, αλλά και η αβεβαιότητα.
Οι χωρικοί της Ίμβρου και των γύρω χωριών, βουβοί μάρτυρες, τους κοιτούσαν με θαυμασμό. Έβλεπαν στα πρόσωπα των Ευελπίδων όχι παιδιά μα αγέρωχους πολεμιστές. Άλλοι τους πρόσφεραν νερό, άλλοι κομμάτι ψωμί· κι εκείνοι, με ένα χαμόγελο κουρασμένο, δέχονταν ταπεινά τη φιλοξενία, σαν να ήξεραν πως η μοίρα τους ήταν αβέβαιη.
Η πορεία μέσα στο φαράγγι κράτησε ώρες. Η γη ανηφόριζε, ο ήλιος έκαιγε, οι πέτρες έγδαραν τα παπούτσια. Κι όμως, κάθε βήμα ήταν σαν όρκος. «Δεν θα λυγίσουμε», ψιθύριζαν μέσα τους. Η Σχολή Ευελπίδων, σύμβολο της συνέχειας του Έθνους, έπρεπε να σταθεί όρθια, ακόμη κι αν το σώμα κατέρρεε.
Στο τέλος της διάβασης, όταν το φαράγγι άνοιξε και ο ορίζοντας γέμισε από το φως του Λιβυκού πελάγους, η κούραση έσβησε. Ένα αίσθημα λύτρωσης τύλιξε τους νέους. Δεν είχαν φτάσει ακόμη στην ελευθερία, μα είχαν νικήσει την ίδια τους την αδυναμία. Το φαράγγι της Ίμβρου έγινε το μυστικό τους μνημείο· εκεί όπου η αντοχή, η πίστη και η νεότητα συνάντησαν την αιωνιότητα.
Έτσι κύλησε ο Μάης εκείνος, με τον ήχο των βημάτων τους να μένει χαραγμένος στις πέτρες. Και το φαράγγι, κάθε φορά που φυσά ο άνεμος, μοιάζει ακόμη να ψιθυρίζει τα ονόματά τους.
Κι όταν οι πρώτες πέτρες άφησαν τη θέση τους στα χώματα του κάμπου, φάνηκε μπροστά τους το χωριό Κομιτάδες, σκαρφαλωμένο στον λόφο, με τα ασπρισμένα του σπίτια να λάμπουν κάτω από τον ήλιο. Οι καμπύλες της γης άνοιγαν σαν αγκαλιά, και η σιωπή του τοπίου έμοιαζε με ανάσα θεϊκή που υποδεχόταν τους κουρασμένους οδοιπόρους.
Τα μάτια τους αντίκρισαν γυναίκες να βγαίνουν δειλά από τις αυλές, παιδιά να τρέχουν με περιέργεια στα στενά, γέροντες να σταυροκοπιούνται βλέποντας το παράξενο πλήθος των Ευελπίδων. Στιγμές μιας απλής ζωής, που συνέχιζε πεισματικά ακόμη και μέσα στην Κατοχή, έγιναν για τους νέους στρατιώτες εικόνες ανεκτίμητες, σαν όνειρο που έφερνε ελπίδα.
Ο αέρας μύριζε θυμάρι και ψωμί φρεσκοψημένο, κι η θέα προς το απέραντο πέλαγος έδινε στο βλέμμα τους βάθος και παρηγοριά. Στους Κομιτάδες, για λίγο, ένιωσαν πως υπήρχε ακόμη Ελλάδα ζωντανή, αυθεντική, που άντεχε να ανασαίνει κάτω από τον ζυγό. Και αυτή η αίσθηση έγινε για όλους φυλαχτό και υπόσχεση, πως ό,τι κι αν ακολουθούσε, η πατρίδα δεν θα χανόταν.
Το παραπάνω κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου και των συμμαθητών-συμμαχητών του Α/ετών Ευελπίδων που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης. Οι επισυναπτόμενες φωτό που τράβηξα πριν δυο μήνες περίπου, είναι από την έξοδο του φαραγγιού της Ιμπρου το οποίο διάβηκαν οι Ευέλπιδες μετά από εντολή των Βρετανών αξιωματικών με σκοπό να προφυλαχθούν από τα αεροπλάνα της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Σημειωτέον ότι εκεί έφτασαν γύρω στους 200 ή και λιγότεροι Ευέλπιδες, αφοή η Σχολή είχε διαλυθεί με προφορική εντολή του Διοικητή της στο οροπέδιο της Κράπης( ανήκει στην ευρύτερη περιοχή του Ασκύφου).
Απέναντι από το κόκκινο αυτοκίνητο η έξοδος του φαραγγιού.
Εδώ διακρίνεται η έξοδος του φαραγγιού.
Σπηλιές που χρησίμευσαν για ξεκούραση των Ελλήνων αλλά και των συμμαχικών στρατευμάτων. Ο δρόμος ψηλά, κάτω από τη κορυφογραμμή ενώνει τη Χώρα Σφακίων, με την Ίμπρο, τ΄Ασκύφου, τη Κράπη, τις Βρύσες και άλλα χωριά του Αποκόρωνα και φτάνει στα Χανιά.
Ο δρόμος αριστερά περνάει από Πατσιανό, Καψοδάσος, Αργουλέ, Ροδάκινο και φτάνει ίσαμε τα δυο μοναστήρια του Πρέβελη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου