Στα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ πόλεις, τοποθεσίες, υψώματα, κοιμητήρια, εκκλησίες στα αιματοβαμμένα, από ανώνυμους ήρωες, απλούς φαντάρους και επώνυμους αξιωματικούς, εδάφη της Βορείου Ηπείρου. Επισκεφθήκαμε με τους συνταξιδιώτες μέρη που στη σκέψη μου ηχούσαν περίεργα τα ονόματά τους και από τη παιδική μου ηλικία ήθελα να τα έχω επισκεφθεί......Δεν φανταζόμουν ωστόσο ότι τα εδάφη αυτά, όπου η γενναιότητα των Ελλήνων θα έπαιρνε θρυλικές διαστάσεις θα με έκαναν να συγκινηθώ τόσο πολύ και όχι μόνο. Επισκεφθήκαμε πολλά μέρη μα ένα από αύτά ένιωθα να με δονεί ιδιαιτέρως, να με κάνει να νιώθω μια ξεχωριστή περηφάνεια σαν απλός Έλληνας και να θέλω να μάθω πολύ περισσότερα στοιχεία για την ιστορία του που με έναν μοναδικό μύθο το περιβάλλει και δικαίως.......
Το μέρος αυτό ήταν το ύψωμα 731 βορείως της αλβανικής κωμόπολης της Κλεισούρας. Από την τελευταία μέχρι την κορυφή του υψώματος, μια απόσταση γύρω στα 15 χιλιόμετρα , κάναμε να φτάσουμε γύρω στα 90 λεπτά. Περάσαμε από δρόμους νεροφαγωμένους, απότομους, με μεγάλες πλαϊνές κλίσεις ( από κάτω γκρεμοί) για να φτάσουμε εκεί όπου ο Ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς με τα παλλικάρια του έδωσαν στους πρώτους μήνες του 1941 θρυλικές μάχες για να μη περάσουν οι μεραρχίες του Μουσολίνι και φυσικά πέτυχαν το στόχο τους αφού ήταν.......Έλληνες μαχητές!!!!
Η ξενάγηση που μας έγινε από μέλη της ΕΑΑΝ Ξάνθης ήταν εξαιρετική και φυσικά πλήρης. Εκεί ψηλά στο αλβανικό ύψωμα 731, που πλέον πρέπει να ονομάζεται ύψωμα 726 αφού τα ιταλικά πυρομαχικά έσκαψαν και κυριολεκτικά ισωπέδωσαν το ύψωνα άκουσα για ένα βιβλίο, εκείνο του Στρατηγού Γεωργίου Τζουβαλά, που περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τις μάχες εκείνων των επώνυμων ηρώων και των ανώνυμων παλλικαριών που με την κακοπάθεια και το αίμα τους έγραψαν το έπος του '40. Σκέφτηκα αμέσως ότι σαν επιστρέψουμε στην Ελλάδα άμεσα θα θελήσω να ψάξω για να αγοράσω το βιβλίο που ανέφερα.........
Όμως καθώς το έψαξα σε βιβλιοπωλεία των Αθηνών και σε παλαιοπωλεία ακόμη, από παντού έπαιρνα την ίδια απάντηση στο αίτημά μου...." Το βιβλίο έχει εξαντληθεί και δε ξέρουμε αν επανεκδοθεί ". Εκείνο το Σάββατο έφυγα για το Μαραθώνα με μια μόνιμη απορία στη σκέψη μου......Που θα βρω το βιβλίο του Στρατηγού.........Ωστόσο μια φωνή στο εντός μου ηχούσε διαισθητικά και με καθησύχαζε........και ω! του θαύματος.... το βιβλίο υπήρχε καινούργιο, αδιάβαστο σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Έκανα σα μικρό παιδί και θυμήθηκα ότι το είχα αγοράσει ως ένθετη προσφορά σε κάποια έκδοση αθηναϊκής εφημερίδας.............
Οι 400 περίπου σελίδες διαβάστηκαν γρήγορα, πολύ γρήγορα από μένα. Θαύμασα τη συγγραφική ικανότητα του Στρατηγού Τζουβαλά που με μετέφερε στα χρόνια εκείνα. Τα ιστορικά στοιχεία μα και άλλες σχετικές πληροφορίες που παραθέτει για τις μάχες στο 731 καλούν τον αναγνώστη να το διαβάσει....απνευστί........ Πολλά από τα γραφόμενα μου άρεσαν, με συγκίνησαν, με έκαναν να νιώσω τον τιτάνιο αγώνα των ηρώων του '40 και να αισθανθώ αλλιώτικά........
Όμως ξεχώρισα ένα κομμάτι από δυο σελίδες του βιβλίου που βίωσε ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγός το 1941 εκεί, στη Βόρειο Ήπειρο........ Αυτό το κομμάτι το διάβασα ξανά και ξανά και θέλησα να το αναρτήσω εδώ.......... Και τώρα που τελειώνω την πληκτρολόγηση ακούω τους στίχους.........
Γράφει λοιπόν ο Κώστας Καλατζής στο μυθιστόρημα του «Η οδοιπορία του
Ιουλίου Καίσαρος» που βραβεύτηκε από την Ακαδημία
Αθηνών.
Ένας δρασκελισμός ακόμη και θα είχαμε περάσει το χείμαρρο εγώ και το μουλάρι μου. Αυτό το βήμα δεν έγινε, το μουλάρι ξαφνικά γονάτισε και βρεθήκαμε στα παγωμένα νερά. Ευτυχώς αυτά δεν είχαν ανέβει ακόμα. Δεν θα αργούσαν όμως για πολύ. Η καταιγίδα πλησίαζε. Προσπάθησα να το βοηθήσω να σηκωθεί. Δε μπορούσε να κινηθεί. Κάπου είχε εμπλακεί το πόδι του ή το είχε σπάσει. Του έβγαλα το σάγμα και έκανα ότι μπορούσα για να ξανασταθεί στα πόδια του. Ματαίως. Έμενε ακίνητο και με κοίταζε. Δεν ήξερα ότι τα μάτια των ζώων μιλούν και προπαντός αυτά πού έδειχναν χαζά. Με κοιτούσε με απλανές βλέμμα το οποίο υποδήλωνε απελπισία. Απέφευγα να το κοιτάζω αλλά δεν μπορούσα. Το βλέμμα μου ξαναγύριζε εκεί στα γεμάτα πόνο μάτια του. Είμαστε μόνοι, εγώ και αυτό, μέσα στην άγρια ερημιά. Άρχισα να συνειδητοποιώ την κατάσταση. Το μουλάρι μου με κοιτούσε και νόμιζα ότι άρχιζε να αντιλαμβάνεται και αυτό ότι δεν υπήρχε ελπίδα να λυτρωθεί. Το βλέμμα του εκείνο, το γεμάτο ικεσία και πόνο, μου έλεγε, σώσε με, βοήθησε με, υποφέρω, σε λίγο θα πνιγώ.
Ο ουρανός σκοτείνιαζε. Άρχισα να μιλώ. «Κάνε κουράγιο. Θα πάω να φέρω τη διμοιρία μου
και θα σε γλυτώσω. Σου χρωστάμε μερίδιο της νίκης. Ήσουν πάντοτε πιστός και υπάκουος σύντροφος. Θα ήταν ανανδρία να σε
εγκαταλείψω. Θα σε στυλώσουμε στα πόδια σου, πριν σε σκεπάσει το νερό, και θα γλυτώσεις ». ( Έτσι κάναμε με τα μουλάρια που κολλούσαν στις λάσπες. Όλοι μαζί τα σηκώναμε όρθια).
Το χάιδευα και του μιλούσα. Η νύχτα έπεφτε. Αυτό με κοίταζε και μου
σπάραζε την ψυχή. Όταν ήρθα να πολεμήσω ήμουν για όλα προετοιμασμένος. Για όλα. Για αυτό και ο πόλεμος για μένα ήταν
γλέντι. Δε φοβήθηκα ποτέ. Τώρα όμως έβαλα τα κλάματα. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι
ένα πονεμένο πλάσμα του Θεού θα με εκλιπαρούσε μόνο με τα
μάτια του να το βοηθήσω και εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήταν μεγάλο λάθος να αφήσω τους τρεις άντρες μου να προπορευτούν από την αμαξιτή οδό. Κράτησα τον Τουρκαλβανό οδηγό και έμεινα στην Κορυτσά -όπου ήρθα να πάρω αλάτι- και να βρω γυαλιά, επειδή το λευκό του χιονιού
με στράβωνε και δεν έβλεπα τα αεροπλάνα. Αλλά ο Σελίμ είχε προχωρήσει αφού με έβαλε στο δρόμο.
Και τώρα κλαίω σαν γυναικούλα άμα βλέπω αυτά τα γεμάτα θλίψη μάτια να ζητάνε έλεος, και με πνίγει η απελπισία. Άρχισα πάλι να του μιλώ «Θα μείνω μαζί σου, μη φοβάσαι». Το μουλάρι έκλεινε τα μάτια του και τότε ήσυχαζα. Ύστερα τα ξανάνοιγε, γεμάτα απελπισία και παρακάλιο. Η καταιγίδα ξέσπασε. Άνοιξαν οι ουρανοί, το νερό ανέβηκε ως τη μέση μου και ως το λαιμό του συντρόφου μου. Αστραπές, βροντές και το
γνωστό μουγκρητό της τρομερής αντάρας. Σε λίγο το απειλητικό έρεβος της χειμωνιάτικης νύχτας σε
εκείνα τα αφιλόξενα
αλβανικά χώματα, θα
μας σκέπαζε μαζί με τα νερά. Άρπαξα ένα κλαδί και στηρίχτηκα με το ένα πόδι στην όχθη. Το νερό σκέπαζε το κεφάλι του συντρόφου μου, αλλά αυτό με κοιτούσε και στο βλέμμα του διεγράφετο τώρα η αδιαφορία. «Παναγία μου Παρθένα, Εσύ Υπέρμαχε Στρατηγέ μας, βοήθησέ με να το σώσω». Η Παναγία με άκουσε. «Σκότωστ, σκότωστ, καπετάνιο». Ήταν η φωνή του Σελίμ ο οποίος επέστρεψε να
δει τι έγινα. Αλλά τι
μπορούσα να κάνω; Αν το σκότωνα δεν θα έβρισκα
ποτέ ησυχία, όταν θα θυμόμουν τα μάτια που ζητούσαν βοήθεια
γεμάτα πόνο και απελπισία. Έβγαλα την Μπερέττα ( λάφυρο ιταλικό) και τη στήριξα στο κατακούτελο, αλλά δεν είχα το θάρρος το κουράγιο, τη δύναμη να τραβήξω τη
σκανδάλη. Ο Αλβανός φώναζε η φωνή του χανόταν μέσα σε εκείνη την
κόλαση: «Σκότωστ, σκότωστ». Με μία ομοβροντία, 3 αραβίδες άδειασαν το μολύβι τους στο κεφάλι -όσο απέμεινε έξω από το νερό- του άτυχου ζωντανού. Το χέρι που με τράβηξε ήταν του έφεδρου ανθυπολοχαγού
Κώστα Στεφανάκη και οι τρεις αραβίδες του Σφακιανού
λοχία Μανούσακα
και των συμπατριωτών του στρατιωτών Αθητάκη και Οικονόμου. Ήτο το εθελοντικό απόσπασμα για τη διάσωση μου και, μοιραίως για την εκτέλεση του
τραγικού, παγιδευμένου συντρόφου μου. Τα μάτια μου είχαν στεγνώσει. Μία απέραντη θλίψη, μία πρωτόγνωρη
πίκρα είχε απλωθεί σε όλο μου το είναι. Ρίγος με διαπερνούσε. Είχα πυρετό. Μόλις κρατιόμουν στη σέλα του αλόγου. Και στο μυαλό μου ήρθαν οι στίχοι του ποιητή
«Θολούρα πέρα και καταχνιά και τα αστέρια
μάτια
βουρκωμένα θαμπα να φωτάνε».
Τα αστέρια και τα βουρκωμένα μάτια είχαν χαθεί. Και μόνο η θολούρα και η καταχνιά γέμιζαν την ψυχή μου……..
ζωντανή περιγραφή.... αλλά πόνος που δεν σηκώνεται με τίποτα! για μια ζωή ...
ΑπάντησηΔιαγραφή