Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Στη γειτονιά της Μανάρας.

 Η μουσική αντηχούσε στο δωμάτιο κι εγώ, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ξανά στη γειτονιά της Μανάρας∙ εκεί όπου μεγάλωσα. Τα βράδια μου τότε είχαν ένα τελετουργικό: έμενα με το βλέμμα καρφωμένο στον αεροδιάδρομο της πόλης. Κάθε φως που αναδυόταν στον ουρανό, κάθε σκιερή κίνηση στον ορίζοντα, ήταν για μένα σημάδι∙ μήπως έφτανε ένα αεροπλάνο από την Αθήνα.

Στο βάθος, η θάλασσα κρατούσε τον δικό της ρυθμό. Τα πλοία, σχεδόν αθόρυβα, τραβούσαν νότια, και στο νου μου αντηχούσαν οι διηγήσεις του καπετάν-Αντρίκου για μακρινούς προορισμούς και θάλασσες αλλιώτικες. Εκείνος μιλούσε με λόγια απλά, μα πίσω τους κρυβόταν μια σοφία που τότε δεν καταλάβαινα.
Κάτω από το μπαλκόνι, στο ισόγειο της πολυκατοικίας, τα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Οι φωνές τους έσπαγαν τη σιωπή της νύχτας, θυμίζοντάς μου την ελευθερία της ηλικίας τους. Ο φάρος, λίγο πιο πέρα, έστελνε το φως του κυκλικά, κι εγώ παραδινόμουν κάθε φορά στη μαγεία του. Η δέσμη του γινόταν σαν δρόμος μυστικός, που άνοιγε μπροστά μου, έτοιμος να με ταξιδέψει όπου τόλμαγε η ψυχή μου.
Κι όμως, όσο κι αν η νέα μου ζωή είχε τη δική της γοητεία, ο νους μου γύριζε πάντα πίσω, στην πατρίδα. Γιατί πατρίδα δεν είναι τόπος∙ είναι πληγή και βάλσαμο μαζί, κι είναι πάντα μία.
Ξαφνικά, ο ουρανός σκίστηκε από τον ήχο ενός αεροπλάνου. Οι προβολείς του φώτισαν την πόλη και για μια στιγμή η Μανάρα έλαμψε σαν γιορτινή. Οι τουρμπίνες βούιζαν δυνατά, αναστατώνοντας τη σιωπή της νύχτας. Σάστισα∙ κι όμως δεν τρόμαξα. Οι θόρυβοι του πολέμου είχαν χαράξει ήδη την ψυχή μου. Ήμουν μαθημένος.
Κι εκεί, μέσα σε εκείνον τον βόμβο και τα φώτα, η μνήμη και η πραγματικότητα ενώθηκαν. Για μια στιγμή, ένιωσα πως κρατούσα στα χέρια μου τον κόσμο όλο: τη γειτονιά, τα παιδικά παιχνίδια, τον καπετάνιο, τον φάρο, την πατρίδα. Και ήξερα πως τίποτα απ’ αυτά δεν χανόταν – μονάχα άλλαζε μορφή και με συνόδευε στον δρόμο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου