Θά μεταλάβω μέ νερό θαλασσινό
στάλα τή στάλα συναγμένο ἀπ' τό κορμί σου
σέ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποῦ κοινωνοῦσαν πειρατές πρίν πολεμήσουν.
Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πανί δερμάτινο, ἀλειμμένο μέ κερί,
ὀσμή ἀπό κέδρο, ἀπό λιβάνι, ἀπό βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σέ παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στόν Εὐφράτη στή Φοινίκη.
Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Σκουριά πυροχρωμη στίς μίνες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καί τό Στρατόνι.
Τό ἐπίχρισμα. Ἡ ἅγια σκουριά πού μᾶς γεννᾶ,
Μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπό μας, καί μᾶς σκοτώνει.
Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Ύστερος λόγος, δικός μου 1-ος:
Δε ξεχνώ τη μετάληψη του θαλασσινού νερού
της Φοινίκης, στο τότε...
Με άγγιγμα του κορμιού και με απόλαυση των ματιών.
Κι ο φάρος κουρασμένος από το αγνάντεμα
νύσταξε...
Το φως του αδυνάτισε κι έφτανεμόνο ως το Mkalles!!!
Mkalles: Εκεί ήταν το σχολείο της πρώτης εφηβείας μου.
Με τα παιδιά μιας άστεγης πατρίδας να παίζουν τριγύρω.
Κι εγώ να αισθάνομαι τις πρώτες δονήσεις μιας συνύπαρξης...
Ύστερος λόγος, δικός μου 2-ος:
Το σχολειό μου εκείνο δεν υπάρχει πιά.
Τ΄ερήμωσαν οι επιδρομές των εμπολέμων.
Ομως η σκέψη μου εναποθέτει ένα μπουκέτο λουλούδια εκεί.
Στην μνήμη των παιδιών που χάθηκαν.
Κι ας ήταν ενός άλλου Θεού.
Θυμάμαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου