Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Μια άλλη διαδρομή στη Βόρεια Καρατζόβα.

 Μια άλλη διαδρομή στη Βόρεια Καρατζόβα. ( Μέρος Α΄)

Από το προηγούμενο βράδυ το είχαμε συμφωνήσει…
Την επαύριο θα ξεκινούσαμε νωρίς για τη Βόρεια Καρατζόβα.
Θα κάναμε μια μικρή στάση στη Νότια ή στη Περίκλεια,
κι έπειτα θα παίρναμε τον χωματόδρομο που πέρναγε κάτω
απ’ τις ανατολικές πλαγές της Τζένας.

Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.
Εκείνα τα μέρη παράγουν περίεργες δονήσεις στο είναι μου —
δονήσεις όμορφες, σχεδόν ερωτικές θα έλεγα.
Και πώς να μην τις ένιωθα έτσι,
αφού εκείνο το οδοιπορικό είχε επαναληφθεί
σε χρόνια όμορφα και με ανθρώπους αγαπημένους μου.

Δυστυχώς, ούτε στη Νότια ούτε στη Περίκλεια συναντήσαμε τα παιδιά∙
κάποιοι θα είχαν πάει στη Θεσσαλονίκη,
κάποιοι άλλοι στα Γιαννιτσά.
Προς στιγμήν σκέφτηκα να περάσουμε από τη Λαγκαδιά,
σ’ ένα όμορφο ξέφωτο της οποίας είχα βιώσει εκείνη την αξέχαστη Πρωτομαγιά
με φίλους και φίλες που δεν ξεχνώ.

Θυμήθηκα και τον μικρό Δαμιανό·
πόσο είχα λυπηθεί τότε που,
λόγω απόστασης και συγκοινωνιακών δυσκολιών,
είχε αναγκαστεί να μη φοιτήσει στο Γυμνάσιο της Φούστανης,
αλλά να εγγραφεί σ’ εκείνο της Αρδαίας,
με ό,τι εκείνη η φοίτηση συνεπαγόταν…

Καθώς αφήσαμε τον ασφάλτινο επαρχιακό δρόμο
που ξεκινούσε απ’ την Αρδαία και κατέληγε στην Ειδομένη,
το “θηρίο” μας — αν και με ενισχυμένο διαφορικό και όχι μόνο —
δε μας άφηνε να χαρούμε τις ομορφιές του τοπίου.
Ο χωμάτινος δρόμος είχε μεγάλες αυλακιές,
μάλλον απ’ τα τρακτέρια των καλλιεργητών
της παραμεθόριας γης που ανεβοκατέβαιναν σε μέρη δύσβατα μα εύφορα,
ευλογημένα, με μια έννοια.

Απέναντί μας ο ήλιος — λες κι ήταν βαλτός —
επικέντρωνε όλες του τις ακτίνες
στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου,
που φάνταζε τόσο όμορφο στη ματιά μας.

Οι μνήμες μου θέριευαν,
ανακαλούσαν κι άλλες, δευτερεύουσες και ασήμαντες ίσως λεπτομέρειες
από εκείνη την προ πενήντα ετών διαδρομή μου —
ή μάλλον διαδρομή μας — στα ίδια μέρη.
Ομολογώ πως βίωνα μια κάποια ένταση·
κι όταν θυμήθηκα τους στίχους
απ’ το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη,
η ένταση αύξανε εκθετικά.
Ναι, εκθετικά, όσο περίεργο κι αν φαίνεται...


Μη φοβάσαι, σε θυμάμαι,
δεν ξεχνάω ποτέ ό,τι αγαπώ.
Αν με ψάξεις μην τρομάξεις,
όπου και να ‘σαι θα ‘μαι εκεί για να σε βρω.
Μη φοβάσαι, σε θυμάμαι,
δεν ξεχνάω ποτέ ό,τι αγαπώ.


Καθώς ανηφορίζαμε προς τα γνώριμα υψώματα,
ένιωθα πως ο χρόνος αναστέλλεται∙
πως το τοπίο αναπνέει με τον ίδιο ρυθμό
που κάποτε παλλόταν η καρδιά μου.

Οι πλαγιές της Τζένας,
μ’ εκείνα τα μικρά, ξεχασμένα ξωκκλήσια,
έμοιαζαν να φυλάνε τις παιδικές μας υποσχέσεις —
εκείνες που ποτέ δεν τηρήθηκαν,
αλλά ποτέ και δεν ξεχάστηκαν.

Ο αέρας κουβαλούσε κάτι
από την πρώτη εκείνη νεανική έξαψη,
την αίσθηση ότι ο κόσμος μάς ανήκει
κι ότι κάθε δρόμος οδηγεί σε μια αποκάλυψη.
Μα τώρα ήξερα πως αυτό που τότε λέγαμε ελευθερία,
σήμερα το λέμε μνήμη
και πως ό,τι αγαπήσαμε δεν χάνεται,
απλώς αλλάζει τόπο μέσα μας.

Κοίταξα για λίγο πίσω,
τον χωματόδρομο που είχαμε αφήσει.
Ένα σύννεφο σκόνης υψωνόταν αργά,
σαν ανάσα παλιάς εποχής που δεν θέλει να διαλυθεί.

Και τότε κατάλαβα:
ίσως αυτό να είναι τελικά το νόημα όλων των επιστροφών∙
να συναντάς τον εαυτό σου όχι όπως ήταν,
αλλά όπως επέμεινε να θυμάται.

Κι όσο οι στίχοι του τραγουδιού
συνέχιζαν να σιγοψιθυρίζουν μέσα μου,
χαμογέλασα ενώ νοητά τραγουδούσα:

Μη φοβάσαι, σε θυμάμαι...
δεν ξεχνάω ποτέ ό,τι αγαπώ...

Ναι, εκείνο συνέβαινε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου