Οπαδοί των συγκινήσεων και όχι της πράξης όσοι επικαλούνται τρελές σκέψεις
Βασίλης Καραποστόλης*
«Λείπουν
τα οράματα, χάθηκαν...». Όσο πιο μουντή γίνεται η ατμόσφαιρα των ημερών
μας τόσο πιο συχνά ακούγεται η πικρή διαπίστωση. Είναι πολλοί αυτοί που
παραπονιούνται και δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσει κάποιος ότι αυτό
που λένε εκφράζει μια έλλειψη μέσα τους που απέχει πολύ από το να είναι
πλαστή. Για ποια όμως ακριβώς έλλειψη πρόκειται; Επιθυμούν στ’ αλήθεια
την έλευση ενός οράματος που θα τους υπαγόρευε καταλυτικές ενέργειες ή
μήπως απλώς νοσταλγούν δυνατές συγκινήσεις;
Αν είναι κανείς
κάπως πιο προσεκτικός σε όσα λέγονται τον τελευταίο καιρό θα παρατηρήσει
πως ισχύει μάλλον το πρώτο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που επικαλούνται
το «όραμα» δείχνουν έτοιμοι να παρασυρθούν από κάτι ισχυρό, αλλά
ανέτοιμοι να πράξουν οι ίδιοι κάτι που θα τους ανύψωνε στα μάτια τους.
Θα ’θελαν να δεθούν στο άρμα μιας δύναμης που ξεπερνάει τον εαυτό τους,
γιατί τον εαυτό τους τον θεωρούν πολύ αδύναμο για να ξεπεράσει από μόνος
του τα συνηθισμένα του όρια. Πώς όμως μπορείς να ζητάς την έξαρση όταν
δεν βλέπεις μέσα σου παρά μόνο περιορισμούς και συνήθειες που σε δένουν
χειροπόδαρα;
Είναι τόσο «προσγειωμένος» ο
άνθρωπος του καιρού μας, τόσο καθηλωμένος στις φροντίδες του και τόσο
ανήσυχος να διαφυλάξει όσα έχει -ή όσα του έμειναν- ώστε να μην μπορεί
να αναγνωρίσει κάποιο περιθώριο σε ιδέες ικανές να βγάλουν τη ζωή του
από το στενό καλούπι της. Επιφυλάσσεται, όταν δεν αρνείται ρητά, σε
οτιδήποτε μοιάζει να αποσπάται από τα αισθητά και τα άμεσα. Η σφαίρα του
ιδεατού, των αρχών ή ακόμη και των πεποιθήσεων, τυλίγεται στη συνείδησή
του από μια αχλύ που του φαίνεται άλλοτε υπερβολικά ρομαντική, άλλοτε
υπερβολικά απαιτητική. Αυτές οι αρετές οι εγκατεστημένες στις επάλξεις
εκεί ψηλά, πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, τούς ζητάνε πάρα πολλά,
όπως ζητούσαν κάποτε πολλά οι δάσκαλοι, οι γονείς, οι παπάδες.
Δεν αντέχουν αυτήν την επόπτευση οι σύγχρονοι καιροί. Το δείχνει, πρώτα απ’ όλα, η τάση διαφυγής των ατόμων απ’ όσα τους δεσμεύουν ηθικά. Πόσοι σήμερα δίνουν όρκους; Πόσοι δίνουν τον «λόγο της τιμής τους»; Δεν χρειάζεται να πάμε και σε άλλα παραδείγματα (και υπάρχουν πολλά) για να πεισθούμε ότι σήμερα η έννοια της δέσμευσης, είτε προς τους άλλους είτε προς τον εαυτό μας, κατέληξε να θεωρείται ένα είδος ακατανόητης αυτοφυλάκισης. «Ορκίζομαι στην αγάπη μας», «ορκίζομαι στη φιλία μας». Γιατί να το ξεστομίσω; Μπορώ να είμαι -έτσι νομίζω- πιστός ή και άπιστος, αλλά αυτό θα φανεί στην πορεία, δεν είναι ανάγκη να αναγγείλω εγώ από τώρα μια εξέλιξη για την οποία δεν είμαι καθόλου βέβαιος, ούτε και θα ’θελα να είμαι. Έτσι, παραχωρώντας ο ίδιος στον εαυτό μου ένα προνόμιο ελαστικότητας, θεωρώ πως εξασφάλισα το υπέρτατο αγαθό: την ελευθερία των κινήσεών μου. Με μια διαφορά όμως: ότι στις κινήσεις αυτές δεν περιλαμβάνεται η «προς τα άνω» κίνηση, αυτή που θα με ’φερνε σε ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο στο οποίο συνήθως περπατώ, τρέχω (ή σέρνομαι). Όποιος κάνει την ελαστικότητα κανόνα της ζωής του, κάνει και την οριζοντιότητα μοναδική της κατεύθυνση.
Θέλουμε, λοιπόν, αυτό; Θέλουμε να πορευόμαστε με μικρά βηματάκια και μικρούς ελιγμούς; Ε, τότε ας μη στρέφουμε προς τα πάνω το βλέμμα όταν φθάνουν τα δύσκολα, και ας μη ζητάμε να διακρίνουμε στον ουράνιο θόλο ένα σχήμα, μια μορφή ή μια ιδέα που θα μας γνέψει ενθαρρυντικά. Όταν κάποιος έχει πάψει να δίνει λογαριασμό σε μια ιδέα που τον υπερβαίνει -την ιδέα π.χ της πιστότητας, της συνέπειας, της αφοσίωσης- είναι αδύνατο να γίνει δεκτικός σε μια εκδοχή ανώτερου κόσμου, ανώτερης ζωής. Ανωτερότητα δεν μπορούν να περιμένουν εκτάκτως αυτοί που στα κατώτερα βρίσκουν τακτικά τη βολή τους. Δεν γίνεται στην κοινωνία να λιγοστέψει η διαφθορά, να υπάρξει περισσότερη δικαιοσύνη, οι πολιτικοί να ψεύδονται λιγότερο και οι πολίτες να λησμονούν δυσκολότερα τα ψέματα, δεν γίνεται η πραγματικότητα μιας κοινωνίας ν’ αλλάξει αν δεν συγκριθεί, αδρά και αποφασιστικά, το ιδεατό με το πραγματικό, κι αν στις συνειδήσεις το ιδεατό δεν πάψει να θεωρείται κάτι σαν εξαέρωση του μυαλού, απόμακρο, αιθέριο, ανίσχυρο.
Είναι, βέβαια, πολύ δύσκολο να συμβεί αυτή η μεταβολή. Γιατί εδώ και καιρό δεν υπήρξε «κριτική διάνοια», δεν υπήρξε μοντέρνος ή μεταμοντέρνος εγκέφαλος επιφορτισμένος να αναλύει και να «αποδομεί» τον κόσμο (αλλά όχι και να τον αναδομεί) που να μην έριξε τα πυρά του εναντίον κάθε λογής «ιδεαλισμού». Μέσα στον κονιορτό διαλύθηκαν έννοιες, συλλήψεις και αξίες, ισοπεδωμένες όλες κάτω από τη βαριά κατηγορία ότι αποτελούν πλάνες, ψευδαισθήσεις, ότι απέναντι στην αδυσώπητη Υλη δεν έχουν τίποτα να αντιτάξουν εκτός ίσως από κάποιες ποιητικού τύπου ευχές ή κατάρες. Έστω, είπαν· οι καλλιτέχνες μπορούν να έχουν τους οπτασιασμούς τους, χάρη σ’ αυτούς, εξάλλου, υπήρξαν ο Δάντης, ο Θερβάντες, ο Γκόγια, ο W. Blake, ο Δ. Σολωμός. Αλλά οι κοινωνίες, οι «πραγματικοί» άνθρωποι που βασανίζονται σήμερα από μια οικονομία που τους διέψευσε και από μια πολιτική που τους εξαπάτησε, τι σχέση μπορούν να έχουν με Πήγασους που καλπάζουν στα σύννεφα, με φωτιές που ανάβουν στα στήθη;
Εκεί που φθάσαμε σήμερα οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα έχουν αναγκαστικά τον χαρακτήρα της απλής υπενθύμισης. Ας πούμε, λοιπόν, μόνο ότι δεν υπήρξε εξέγερση κατά το παρελθόν εναντίον της αδικίας ή της τυραννίας χωρίς να κυκλοφορήσουν προηγουμένως σε κύκλους ανθρώπων που ολοένα διευρύνονταν κάποιες ιδέες και εικόνες «τρελές» μες στην τόλμη τους. Προϋπόθεση, όμως, για να γίνουν λογικές οι τρέλες και να κινήσουν τους ανθρώπους ήταν να υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να τις δεχθούν ως όπλα τους. Θα δεχόμασταν, άραγε, κάποιες παρόμοιες και σήμερα; Θα ήμασταν πρόθυμοι να τις δοκιμάσουμε; Ή θα μας αρκούσε να μιλάμε για λύτρωση χωρίς να πιστεύουμε σ’ ένα Πνεύμα της λύτρωσης;
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή:Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Δεν αντέχουν αυτήν την επόπτευση οι σύγχρονοι καιροί. Το δείχνει, πρώτα απ’ όλα, η τάση διαφυγής των ατόμων απ’ όσα τους δεσμεύουν ηθικά. Πόσοι σήμερα δίνουν όρκους; Πόσοι δίνουν τον «λόγο της τιμής τους»; Δεν χρειάζεται να πάμε και σε άλλα παραδείγματα (και υπάρχουν πολλά) για να πεισθούμε ότι σήμερα η έννοια της δέσμευσης, είτε προς τους άλλους είτε προς τον εαυτό μας, κατέληξε να θεωρείται ένα είδος ακατανόητης αυτοφυλάκισης. «Ορκίζομαι στην αγάπη μας», «ορκίζομαι στη φιλία μας». Γιατί να το ξεστομίσω; Μπορώ να είμαι -έτσι νομίζω- πιστός ή και άπιστος, αλλά αυτό θα φανεί στην πορεία, δεν είναι ανάγκη να αναγγείλω εγώ από τώρα μια εξέλιξη για την οποία δεν είμαι καθόλου βέβαιος, ούτε και θα ’θελα να είμαι. Έτσι, παραχωρώντας ο ίδιος στον εαυτό μου ένα προνόμιο ελαστικότητας, θεωρώ πως εξασφάλισα το υπέρτατο αγαθό: την ελευθερία των κινήσεών μου. Με μια διαφορά όμως: ότι στις κινήσεις αυτές δεν περιλαμβάνεται η «προς τα άνω» κίνηση, αυτή που θα με ’φερνε σε ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο στο οποίο συνήθως περπατώ, τρέχω (ή σέρνομαι). Όποιος κάνει την ελαστικότητα κανόνα της ζωής του, κάνει και την οριζοντιότητα μοναδική της κατεύθυνση.
Θέλουμε, λοιπόν, αυτό; Θέλουμε να πορευόμαστε με μικρά βηματάκια και μικρούς ελιγμούς; Ε, τότε ας μη στρέφουμε προς τα πάνω το βλέμμα όταν φθάνουν τα δύσκολα, και ας μη ζητάμε να διακρίνουμε στον ουράνιο θόλο ένα σχήμα, μια μορφή ή μια ιδέα που θα μας γνέψει ενθαρρυντικά. Όταν κάποιος έχει πάψει να δίνει λογαριασμό σε μια ιδέα που τον υπερβαίνει -την ιδέα π.χ της πιστότητας, της συνέπειας, της αφοσίωσης- είναι αδύνατο να γίνει δεκτικός σε μια εκδοχή ανώτερου κόσμου, ανώτερης ζωής. Ανωτερότητα δεν μπορούν να περιμένουν εκτάκτως αυτοί που στα κατώτερα βρίσκουν τακτικά τη βολή τους. Δεν γίνεται στην κοινωνία να λιγοστέψει η διαφθορά, να υπάρξει περισσότερη δικαιοσύνη, οι πολιτικοί να ψεύδονται λιγότερο και οι πολίτες να λησμονούν δυσκολότερα τα ψέματα, δεν γίνεται η πραγματικότητα μιας κοινωνίας ν’ αλλάξει αν δεν συγκριθεί, αδρά και αποφασιστικά, το ιδεατό με το πραγματικό, κι αν στις συνειδήσεις το ιδεατό δεν πάψει να θεωρείται κάτι σαν εξαέρωση του μυαλού, απόμακρο, αιθέριο, ανίσχυρο.
Είναι, βέβαια, πολύ δύσκολο να συμβεί αυτή η μεταβολή. Γιατί εδώ και καιρό δεν υπήρξε «κριτική διάνοια», δεν υπήρξε μοντέρνος ή μεταμοντέρνος εγκέφαλος επιφορτισμένος να αναλύει και να «αποδομεί» τον κόσμο (αλλά όχι και να τον αναδομεί) που να μην έριξε τα πυρά του εναντίον κάθε λογής «ιδεαλισμού». Μέσα στον κονιορτό διαλύθηκαν έννοιες, συλλήψεις και αξίες, ισοπεδωμένες όλες κάτω από τη βαριά κατηγορία ότι αποτελούν πλάνες, ψευδαισθήσεις, ότι απέναντι στην αδυσώπητη Υλη δεν έχουν τίποτα να αντιτάξουν εκτός ίσως από κάποιες ποιητικού τύπου ευχές ή κατάρες. Έστω, είπαν· οι καλλιτέχνες μπορούν να έχουν τους οπτασιασμούς τους, χάρη σ’ αυτούς, εξάλλου, υπήρξαν ο Δάντης, ο Θερβάντες, ο Γκόγια, ο W. Blake, ο Δ. Σολωμός. Αλλά οι κοινωνίες, οι «πραγματικοί» άνθρωποι που βασανίζονται σήμερα από μια οικονομία που τους διέψευσε και από μια πολιτική που τους εξαπάτησε, τι σχέση μπορούν να έχουν με Πήγασους που καλπάζουν στα σύννεφα, με φωτιές που ανάβουν στα στήθη;
Εκεί που φθάσαμε σήμερα οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα έχουν αναγκαστικά τον χαρακτήρα της απλής υπενθύμισης. Ας πούμε, λοιπόν, μόνο ότι δεν υπήρξε εξέγερση κατά το παρελθόν εναντίον της αδικίας ή της τυραννίας χωρίς να κυκλοφορήσουν προηγουμένως σε κύκλους ανθρώπων που ολοένα διευρύνονταν κάποιες ιδέες και εικόνες «τρελές» μες στην τόλμη τους. Προϋπόθεση, όμως, για να γίνουν λογικές οι τρέλες και να κινήσουν τους ανθρώπους ήταν να υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να τις δεχθούν ως όπλα τους. Θα δεχόμασταν, άραγε, κάποιες παρόμοιες και σήμερα; Θα ήμασταν πρόθυμοι να τις δοκιμάσουμε; Ή θα μας αρκούσε να μιλάμε για λύτρωση χωρίς να πιστεύουμε σ’ ένα Πνεύμα της λύτρωσης;
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή:Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου